Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Σε ένα άρθρο μας που δημοσιεύτηκε στα προηγούμενα “Επίκαιρα”, υποστηρίξαμε ότι η Ελλάδα και η Κύπρος αντιμετωπίζουν άμεσα το φάσμα εθνικών καταστροφών όχι μικρότερων από αυτές που υφίστανται ήδη στον οικονομικό και κοινωνικό τομέα.
Η κυρίαρχη τάση παραμένει η ίδια και στον τομέα της οικονομικής και στον τομέα της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Είναι η υπαγωγή της Ελλάδας σε καθεστώς μισοαποικίας, αντίστοιχο με αυτό που προβλέπει το Μνημόνιο. Η ελληνική πολιτική ελίτ, αδύναμη ή απρόθυμη να λύσει τα προβλήματα της χώρας κινητοποιώντας τις δυνάμεις του ελληνικού λαού, τείνει τώρα να δώσει τα κλειδιά του κράτους σε ξένες δυνάμεις ή/και “αγορές”. Όμως η οικονομική κρίση, αν δυσκολεύει μια δυναμική εξωτερική πολιτική, την κάνει περισσότερο, όχι λιγότερο αναγκαία.
Οι όροι του Μνημονίου, αν και δύσκολα, παραμένουν, έστω με κόστος, αντιστρέψιμοι, αν κάποια στιγμή κινητοποιηθεί η ελληνική κοινωνία, συνειδητοποιώντας την εθνική ανάγκη να επαναδιαπραγματευθεί τους επαχθείς, αντικοινωνικούς και αντιαναπτυξιακούς όρους του δανεισμού της και εφόσον δεν έχει πλήρως, μέχρι τότε, λεηλατηθεί η περιουσία και τα αναπτυξιακά εργαλεία του ελληνικού δημοσίου.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τυχόν απώλειες της ελληνικής κυριαρχίας στην Κύπρο και το Αιγαίο. Εκεί, ότι θα χαθεί, θα χαθεί για πάντα. Και με δεδομένη τη γεωπολιτική του ελληνικού χώρου, θα είναι πολύ δύσκολη η επιβίωσή του, με μορφή τουλάχιστον σχετικά ανεξάρτητου κράτους, μετά την απώλεια της Κύπρου ή και του Αιγαίου.
Ο “εχθρός” εντός των τειχών
Στο προηγούμενο άρθρο μας υπογραμμίσαμε ότι ο κεντρικός μηχανισμός, η αιτία μιας ενδεχόμενης μείζονος ήττας στην εξωτερική πολιτική Ελλάδας και Κύπρου, δεν έχει να κάνει ούτε με την οικονομική κρίση της Ελλάδας, ούτε με τον συσχετισμό δυνάμεων Ελλάδας-Τουρκίας. Εμπεριέχεται αντιθέτως στις ίδιες τις ρυθμίσεις που επιδιώκουν Αθήνα και Λευκωσία, στον τρόπο που οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Χριστόφια πολιτεύονται. Ο “εχθρός” είναι, τρόπον τινά, εντός των πυλών, ή πάντων ο εντός των πυλών είναι πιο επικίνδυνος από τον εκτός!
Κράτος-παραδοξότητα η ελληνική πρόταση στην Κύπρο
Στο ζήτημα του κυπριακού, που είναι η καρδιά της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, επιδίωξη του Κυπρίου Προέδρου είναι η δημιουργία ενός παράξενου, sui generis μορφώματος, που ισοδυναμεί με ασταθές προτεκτοράτο. Θα πρόκειται για ένα κράτος του οποίου θα προεδρεύει εναλλάξ ‘Ελληνας και Τούρκος Πρόεδρος, θα υπάρχει εναλλάξ ελληνική και τουρκική πλειοψηφία στον μηχανισμό λύσης των αντιθέσεων, η ψήφος των πολιτών θα σταθμίζεται ανάλογα με την εθνότητά τους (!!!), το δε μόρφωμα δεν θα διαθέτει το κύριο χαρακτηριστικό των κρατών, το δικαίωμα της αυτοάμυνας και το μέσο της, τις ένοπλες δυνάμεις. Ξένος δικαστής θα έχει καθοριστικό ρόλο στις αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας.
Αυτές είναι οι προτάσεις Χριστόφια με τις οποίες διαφωνεί ο υπόλοιπος πολιτικός κόσμος της Κύπρου, περιλαμβανομένων των κομμάτων χάρη στις ψήφους των οποίων εξελέγη ο Kύπριος Πρόεδρος, και, όπερ και σοβαρότερο, η κοινή γνώμη, ο λαός που θα κληθεί να ζήσει σε αυτό το κράτος! Βρισκόμαστε έτσι, εκτός των άλλων, στον τραγέλαφο, άλλα να θέλουν οι Κύπριοι πολίτες κι άλλα να διαπραγματεύεται η ηγεσία τους, με προφανώς πολύ επικίνδυνες τελικές συνέπειες. Στην πραγματικότητα άλλωστε, οι προτάσεις Χριστόφια νομιμοποιούν τη διχοτόμηση εν ονόματι της αποτροπής της, αφού προβλέπουν ουσιαστικά τη διάλυση της σημερινής Κυπριακής Δημοκρατίας και την αντικατάστασή της από δύο ξεχωριστά κρατίδια σε ασταθή ισορροπία μεταξύ τους.
Μια τέτοια λύση είναι καταστροφική όχι τόσο γιατί δεν αποκαθιστά τη δικαιοσύνη, αλλά γιατί στερεί τους Ελληνοκυπρίους, 82% του πληθυσμού του νησιού, από την προστασία ενός κανονικού κράτους, που είναι η κυριότερη προϋπόθεση για την ασφαλή επιβίωσή τους. Και όταν λέμε κανονικό κράτος εννοούμε βέβαια την αρχή της πλειοψηφίας, που μπορεί να περιορίζεται αλλά όχι να καταργείται και το δικαίωμα και μέσο άσκησης κυριαρχίας και αυτοάμυνας. Από την άποψη αυτή, μια τέτοια λύση είναι πολύ χειρότερη και από την πλήρη διχοτόμηση, που συνιστά μεν ακρωτηριασμό της Κύπρου, έχει όμως τουλάχιστο το πλεονέκτημα να αφήνει τους Ελληνοκύπριους υπό την προστασία κανονικού και αναγνωρισμένου κράτους.
Αν οι Ελληνοκύπριοι, προκειμένου να λύσουν το κυπριακό και να ικανοποιήσουν τη μειονότητα του 18%, θεωρούν ότι πρέπει όντως να εισάγουν τόσο ειδικές ad hoc ρυθμίσεις, όπως αυτές του σχεδίου Ανάν ή των προτάσεων Χριστόφια, που δεν βρίσκει κανείς παρά στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (εκεί όμως τουλάχιστο βομβάρδισαν τους Σέρβους για τις δεχθούν, δεν τις πρότειναν μόνοι τους!), τότε ας τις προτείνουν για την τουρκοκυπριακή ζώνη. Ας μην εφαρμόζεται εκεί η αρχή της πλειοψηφίας, ας περιορίσουν εκεί την κυριαρχία της, ας βάλουν εκεί τους ξένους δικαστές και τις εναλλάξ παραδοξότητες. Είναι δυνατόν όμως να θέλουν να καταργήσουν την κυριαρχία τους επί αυτών των ιδίων, στην ίδια την κοινή ζώνη και στο σύνολο του κράτους;
Πρέπει να τονισθεί ότι το κυπριακό δεν αφορά μια τοπική κυπριακή ρύθμιση. Αφορά τα ζωτικά συμφέροντα της Ελλάδας, όχι μόνο γιατί το νησί κατοικείται από ¨Ελληνες και η Ελλάδα είναι εγγυήτρια δύναμη, αλλά κυρίως γιατί τυχόν ασταθής ρύθμιση θα καταστήσει την Αθήνα εσαεί όμηρο της καλής θέλησης Ουάσιγκτον, ¨Αγκυρας, Λονδίνου, αν όχι και Ισραήλ, για να μη βρεθεί με μισό εκατομμύριο πρόσφυγες στον Πειραιά.
Παραπομπή στη Χάγη
Τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν στο Αιγαίο με την ελληνική “στρατηγική”. Η Ελλάδα ισχυρίζεται ότι διαπραγματεύεται με την Τουρκία την σύνταξη συνυποσχετικού για την προσφυγή στη Χάγη προς οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, κάτι που διαψεύδει η ‘Aγκυρα, κάνοντας λόγο για διάλογο εφ’ όλης της ύλης. Η θέση αυτή διατυπώθηκε από την ελληνική διπλωματία στη δεκαετία του 1970, όταν δηλαδή δεν ίσχυε η συνθήκη για το δίκαιο της θάλασσας, δεν είχε κατοχυρωθεί η έννοια της ΑΟΖ, δεν είχαν διατυπωθεί εδαφικές διεκδικήσεις σε νησιά του Αιγαίου και δεν είχε ψηφισθεί τουρκική απειλή πολέμου για την επέκταση των χωρικών υδάτων.
Υπό τις σημερινές συνθήκες, και εφόσον η Τουρκία δεν αίρει τις εδαφικές διεκδικήσεις, τυχόν προσφυγή στη Χάγη θα συμπαρασύρει την εξέταση της κυριαρχίας επί των νήσων και βραχονησίδων που διεκδικεί η ¨Αγκυρα. Αν γίνει με το σημερινό εύρος χωρικών υδάτων συνομολογεί παραίτηση της Αθήνας από το δικαίωμα επέκτασής τους. ¨Οσο για την αμεροληψία του Δικαστηρίου της Χάγης, και μόνο η τελευταία απόφασή του για το Κόσοβο καθιστά περιττή τη συζήτηση, για όσους τουλάχιστον δεν επιδιώκουν την εξαπάτηση του ελληνικού λαού.
Με το στανιό η Τουρκία στην ΕΕ
Με ιδιαίτερο φανατισμό η κυβέρνηση Παπανδρέου υποστηρίζει επίσης τη διεύρυνση της ΕΕ στα Βαλκάνια και την Τουρκία. Η θέση αυτή του ΠΑΣΟΚ, ειρήσθω εν παρόδω, είναι ένας σημαντικός λόγος που είναι τόσο εχθρική απέναντι στην κυβέρνηση της Αθήνας η Γερμανή Καγκελλάριος Μέρκελ, με τις συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε.
Η διαρκής ευρωπαϊκή διεύρυνση είναι μια κεντρική ατλαντική-νεοφιλελεύθερη πολιτική, που οδηγεί στην πολιτική διάλυση της Ευρώπης, ενισχύοντας τις τάσεις κατεδάφισης του κοινωνικού κράτους. ¨Ηδη άλλωστε η μεγάλη διεύρυνση στην Ανατολική Ευρώπη περίπου διέλυσε την ΕΕ, ενώ, αν κρίνουμε από τα όσα συμβαίνουν σε Ελλάδα, Ουγγαρία, Λεττονία, Ρουμανία κλπ. είναι αμφίβολο το αν συμβάλλει στην ευημερία των εντασσομένων. ‘Ενα μεγάλο στρατηγικό πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι ότι ανήκει σε μια ισχυρή λέσχη όπου δεν ανήκει η Τουρκία, πλεονέκτημα που ακυρώνει όμως η τουρκική ένταξη. Αν άλλωστε το κριτήριο της εμπειρίας ωφελεί σε κάτι, τότε διαπιστώνουμε εύκολα ότι, από το 1999, που η Αθήνα υποστηρίζει την ένταξη της ‘Αγκυρας, πολλαπλασιάστηκαν και οι τουρκικές διεκδικήσεις και οι αγγλοαμερικανικές απαιτήσεις να λυθούν όπως-όπως κυπριακό και ελληνοτουρκικά.
Θα επιχειρήσουμε να δείξουμε σε επόμενο άρθρο γιατί οι αρνητικές συνέπειες λάθος στρατηγικών πολλαπλασιάζονται από τον τρόπο που επιχειρούν να τις υλοποιήσουν οι κυβερνήσεις Χριστόφια και Παπανδρέου, αφοπλίζοντας το ελλαδικό και κυπριακό διπλωματικό οπλοστάσιο και κινδυνεύοντας να προκαλέσουν εντός του επομένου εξαμήνου τη σοβαρότερη πολιτικο-διπλωματική ήττα του ελληνισμού μετά το 1974.
Επίκαιρα, 5.8.2010