Εξοχότατε κύριε πρέσβη,
Είμαι βέβαιος ότι υπό την ιδιότητά σας ως διπλωμάτη είστε πλήρως ενήμερος των περί τον λήξαντα μεταξύ του Αζερμπαϊτζάν και του υποστηριζόμενου από την Αρμενία Καραμπάχ πόλεμο.
Είναι εν πολλοίς δεκτό ότι η πώληση όπλων εν καιρώ ειρήνης συνιστά τουλάχιστον εν μέρει πολιτική πράξη. Το “εν μέρει”, όμως, μετατρέπεται σε “κατ’ εξοχήν” όταν ο παραλήπτης βρίσκεται σε πόλεμο με άλλο λαό, κατά του οποίου είναι φυσικό και αναμενόμενο να χρησιμοποιήσει τον παραλαμβανόμενο οπλισμό.
Ο αρμενικός λαός του Ναγκόρνο Καραμπάχ βρίσκεται σε άτυπο πόλεμο με το Αζερμπαϊτζάν εδώ και τριάντα χρόνια. Στην τριαντάχρονη αυτή περίοδο εντάσσονται και τα χρόνια εφοδιασμού του Αζερμπαϊτζάν με ισραηλινό οπλισμό. Επομένως, αποκομίζοντας μερικά δισεκατομμύρια δολάρια από τις σχετικές συναλλαγές, το Ισραήλ υπέσκαπτε σαφώς τον αγώνα του αρμενικού λαού του Καραμπάχ. Η ύβρις, όμως, κατέστη μείζων και η βλάβη πιο απτή, αμεσότερη και καταφανής στην πρόσφατη συγκυρία κατά την οποία η χρόνια αντιπαράθεση προσέλαβε όλα τα χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού, εξοντωτικού πολέμου. Στη συγκυρία ήταν απολύτως βέβαιο ότι τα ισραηλινής προέλευσης όπλα του Αζερμπαϊτζάν θα φονεύσουν ή θα τραυματίσουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο αριθμό Αρμενίων στρατιωτικών και αμάχων.
Κύριε πρέσβη,
Ίσως στον αγώνα των Αρμενίων του Καραμπάχ διακρίνετε κάποιες ομοιότητες με την επιδίωξη του δικού σας λαού να επιστρέψει στην Παλαιστίνη, από την οποία είχε αποδημήσει πριν από χιλιάδες χρόνια. Με την ειδοποιό, στην περίπτωση του αρμενικού λαού του Καραμπάχ, διαφορά ότι αυτός ήδη ζει επί πολλούς αιώνες και ακόμα και αυτή τη στιγμή στα πατρογονικά του εδάφη και ότι θέλει να παραμείνει ελεύθερος σε αυτά.
Είναι θλιβερό ότι ο λαός του Ισραήλ απέχει από κάθε ένδειξη συμπάθειας προς ένα λαό -τον αρμενικό- ο οποίος διεκδικεί για τον εαυτό του το όραμα που, όπως δηλώνουν οι Εβραίοι, οδήγησε τους παππούδες και τους πατέρες της σημερινής γενιάς στη γη της Παλαιστίνης.
Πιθανολογώ ότι δεν υπάρχει στο Διεθνές Δίκαιο πρόβλεψη περί απαγόρευσης πώλησης όπλων σε ένα εμπόλεμο κράτος. Έχω, όμως, την ακλόνητη πεποίθηση ότι πέραν και υπεράνω του συμβατικού Δικαίου υπάρχει το διαχρονικό ανθρώπινο ήθος, ο ουμανισμός, στον οποίο πρέπει να υποτάσσουμε κάθε άλλη προτεραιότητα, αν, βέβαια, θέλουμε να λογιζόμαστε ως άνθρωποι.
Αυτό το ήθος, κύριε πρέσβη, ποδοπάτησε η πρακτική της κυβέρνησης σας κατά τον πρόσφατο πόλεμο στον Καύκασο Απόπειρες αιτιολόγησης αυτής της πρακτικής, όπως δήλωση του συμπατριώτη σας αξιωματούχου ότι “αν δεν υπήρχαν αυτά τα [ισραηλινά] όπλα, οι δύο αντίπαλοι θα σκοτώνονταν με μαχαίρια ή οτιδήποτε άλλο”, αποπνέουν έναν δύσοσμο κυνισμό. Και η απάντηση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ισραήλ στο αίτημα του Ισραηλινού πολίτη Ελί Τζοζέφ να παύσει η αποστολή ισραηλινών όπλων στο εμπόλεμο Αζερμπαϊτζάν δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αποκρουστική ύβρις: “…Μπορεί τα όπλα αυτά να αγοράζονται για να αποθηκευτούν ή να χρησιμοποιηθούν για αμυντικούς σκοπούς. Δεν υπάρχουν τεκμήρια που να αποδεικνύουν ότι έχουν χρησιμοποιηθεί για επιθετικούς σκοπούς στον παρόντα πόλεμο…”, την ίδια γεύση αφήνει.
Δηλαδή, εξοχότατε, οι Αρχές του κράτους σας, πέραν του ότι φονεύουν τους συμπατριώτες μου με ισραηλινά όπλα έστω και διά χειρός Αζερμπαϊτζάν, μας εμπαίζουν, πτύουν επί των πτωμάτων των νεκρών μας.
Βέβαια, κάθε κράτος, κάθε λαός είναι ελεύθερος να επικαλείται το raison d’ état, το πανίσχυρο κρατικό συμφέρον. Μακρά από εμένα η σκέψη του να συνδέσω την παρούσα πρακτική του Ισραήλ με στερεότυπα όπως τα Τριάκοντα Αργύρια ή ο Έμπορος της Βενετίας που επί μακρόν συνδέθηκαν στη συλλογική συνείδηση της Ανθρωπότητας με την εικόνα του κινουμένου από χρηματικό συμφέρον Εβραίου. Ίσως πολλοί άλλοι θα το πράξουν… Ακόμα πιο μακριά είναι η σκέψη ότι κάποτε οι φονείς του δικού σας λαού είχαν και εκείνοι επικαλεστεί το δικό τους raison d’ état, για να δικαιολογήσουν το έγκλημά τους σε βάρος των Εβραίων και τώρα εσείς εξομοιώνεστε με εκείνους…
Δεν τολμώ, εξοχότατε, αντιδρώντας στην παρούσα πρακτική του κράτους σας, να επιδοκιμάσω αναδρομικά την πρακτική των υπεύθυνων γι’ αυτά τα δεινά. Δεν μου το επιτρέπει η ανθρώπινη συνείδησή μου. Δεν μου το επιτρέπουν οι αναμνήσεις από τα Εβραιόπουλα που ήταν συμμαθητές μου στο Λεόντειο Λύκειο τη δεκαετία του 1960, από τους αδελφούς Μάτσα, τον Ναχμία, τον Μορδεχάι… Δεν μου το επιτρέπει η ανάμνηση του παιδικού φίλου μου Αλμπέρτου Μισραχή -ένας τοίχος χώριζε τις αυλές μας στο Νέο Κόσμο- που έφυγε για την Αμερική στα 1956-57 κι έγινε εκεί υψηλόβαθμος ραβίνος. Δεν μου το επιτρέπει η εικόνα -ακόμα χαραγμένη στο μυαλό μου, μετά από 65 χρόνια- του πήχη του χεριού του πατέρα του Αλμπέρτου, με τον αριθμό του Νταχάου εντυπωμένο ανεξίτηλα με δερματοστιξία. Τα χεράκια των μικρών Αρμενόπουλων που πεθαίνουν από τα εβραϊκά βλήματα δεν φέρουν αριθμό…
Κύριε πρέσβη,
Το 1961 ή 1962 (δεν θυμάμαι ακριβώς), παιδί 13-14 ετών τότε, είχα επισκεφτεί μια έκθεση σε μια πολιτιστική αίθουσα της Αθήνας. Είχα πάει μόνος. Ο Παρνασσός (αυτή ήταν η αίθουσα) ήταν τρία τετράγωνα πιο πέρα από το Λεόντειο της οδού Σίνα. Αντικείμενο της έκθεσης ήταν ενθυμήματα από έγκλειστα σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης Εβραιόπουλα.
Δεν θυμάμαι -πέρασαν πια εξήντα χρόνια- παρά ένα μόνο από τα εκθέματα. Ήταν ένα σύντομο ποιηματάκι, γραμμένο στα Γαλλικά από έναν μικρό τρόφιμο κάποιου ναζιστικού στρατοπέδου. Ο μικρούλης παρομοίαζε τον εαυτό του με λουλούδι:
Petit garçon joli comme une fleuer
(Μικρό αγόρι όμορφο σαν λουλούδι)
και μετά από λιγοστούς στίχους -που κι αυτούς δεν τους θυμάμαι- κατέληγε με την σπαραχτική πρόγνωση:
Quand la jolie fleur fleurira,
Le petit garçon plus ne sera…
(Όταν ανθίσει τ’ όμορφο λουλούδι
Το μικρό αγόρι δεν θα υπάρχει πια…
Ένα δάκρυ ανάβλυσε αυθόρμητα από τα παιδικά μάτια μου κι έσταξε στο πάτωμα του Παρνασσού…
Ξέρετε, κύριε πρέσβη, πόσο πολύτιμη είναι μια σταγόνα από αυτό το υπέρτονο υγρό που κάποτε αναβλύζει από τα μάτια μας; Το δάκρυ -όπως και το χαμόγελο- είναι εμβληματικό χαρακτηριστικό του είδους μας. Μόνο οι άνθρωποι, απ’ όλο το Ζωικό Βασίλειο, μπορούν να δακρύζουν ή να χαμογελούν. Το δάκρυ αποκαλύπτει την συν-κίνησή μας, τη συναισθηματική κινητοποίησή μας από την κατάσταση του πλησίον μας, σηματοδοτεί την εγγύτητά μας προς αυτόν.
Εξοχότατε,
Είμαι πολύ μικρός και ασήμαντος για να επιβάλλω αλλαγή στη στάση μιας πανίσχυρης κυβέρνησης, ενός λαού επτά εκατομμυρίων. Θα γινόμουν γελοίος αν προέβαλλα ένα τέτοιο αίτημα. Σε εκδήλωση διαμαρτυρίας για την πολιτική σας, η πατρίδα μου απέσυρε τον πρεσβευτή της από το Ισραήλ. Η δική μου χειρονομία διαμαρτυρίας είναι πολύ πολύ πιο ταπεινή, είναι δυσανάλογα μικρή σε σύγκριση με την πικρία και την αγανάκτησή μου:
Κάποτε χάρισα στο λαό σας ένα μου δάκρυ. Το κακοποιήσατε αυτό το δάκρυ. Το ποδοπατήσατε. Το περιφρονήσατε. Το δάκρυ αυτό δεν σας ανήκει πια.
Μπορείτε, κύριε πρέσβη, εσείς, ο λαός και το κράτος σας να βρείτε έναν τρόπο να μου επιστρέψετε το δάκρυ μου;
Με τη δέουσα τιμή,
Σήφης Κασσεσιάν
Ελληνο-Αρμένιος συγγραφέας
Αθήνα, Νοέμβριος 2020