Ο συλλογικός φόβος για το αύριο

Βασίλειος Δρόλιας
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
31 Οκτωβρίου 2010

Πιστεύω πως σχεδόν όλοι μας πλέον έχουμε ξεχάσει τον συλλογικό φόβο του πυρηνικού ολέθρου που κυριαρχούσε στις δεκαετίες ’60, ’70 και ’80. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, η πτώση της Σοβιετικής Ενωσης οδήγησαν σε μια αποκλιμάκωση του παγκοσμιοποιημένου πανικού και της παράνοιας που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες δεκαετίες. Η λογοτεχνία της δεκαετίας του ’90, σε άμεση ανταπόκριση αυτής της μεταβολής, οδηγήθηκε εν πολλοίς μακριά από τις συλλογικές φοβίες σε μια πιο προσωποποιημένη αναζήτηση. Φυσικά η περίοδος χάριτος για την ανθρωπότητα πέρασε γρήγορα. Η τρύπα του όζοντος και η αλλαγή του κλίματος αρχικά, οι τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους κατόπιν και η συνεχόμενη ένταση μεταξύ πολιτισμών και αρχών προκάλεσαν μια επαναφορά στις φοβίες του παρελθόντος αλλά με έναν ασφαλώς πιο ήπιο και λογικά κατανοητό ρυθμό. Ωσπου ο COVID-19 ξαναγέννησε μια παγκόσμια ταραχή και μια απότομη προσγείωση για τα κεκτημένα και τις ελευθερίες των τελευταίων 30 χρόνων, που φαίνεται να οδηγούν το συλλογικό ασυνείδητο σε εκείνο το ταραγμένο παρελθόν.

Η πορεία του Don DeLillo στη λογοτεχνία εκφράζεται γενικά από ακριβώς αυτές τις μεταπτώσεις του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Ο DeLillo των δεκαετιών ’70 και ’80, με βιβλία όπως το Ratner’s Star (έναν ιδιαίτερο ύμνο στην πρόοδο της επιστήμης και της συνωμοσίας) και το White Noise, εκφράζει τη συλλογική παράνοια της κοινωνίας μπροστά στο Τέλος με έναν αποκαλυπτικό τρόπο – η οποία τελικά για εκείνον λύνεται αυτόματα μόνο με τη συνειδητοποίησή της. Στη συνέχεια, ο DeLillo της δεκαετίας του ’90 φαίνεται να περνά ένα απότομο κατώφλι που μεταβάλλει τη σκέψη και τη γραφή του. Το αριστουργηματικό ΜΑΟ ΙΙ (1991), το Libra (1988) και το Underworld (1996) ανήκουν σε έναν διαφορετικό DeLillo στον οποίο η παράνοια και η κρίση είναι πολύ πιο προσωποποιημένες και οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση μαζί τους.

Τέλος, ο DeLillo του Cosmopolis (2003), του Falling Man (2007) και του Point Omega (2010) οδηγείται στο πνεύμα της εποχής αναπαράγοντας το μικρο-εφαρμοσμένο κοινωνικό άγχος του σύγχρονου καπιταλισμού που οδηγεί στην πτώση.

Η Σιωπή (2020), εμφανώς επηρεασμένη από τον COVID, ανήκει σε έναν DeLillo από το παρελθόν, σε έναν παγκοσμιοποιημένο συλλογικό τρόμο για τον οποίο όμως –σε αντίθεση με τα παλιότερα έργα του– δεν προσφέρεται ούτε λύση ούτε κάθαρση.

Η Σιωπή εκτυλίσσεται κάπου στο εγγύς μέλλον. Σε μια πτήση ο Τζιμ και η Τέσα επιστρέφουν από το Παρίσι στο Νιούαρκ. Οι φίλοι τους Μαξ και Νταϊάν τους περιμένουν για να δουν το Super Bowl μαζί. Ο αγώνας ξεκινά και ξαφνικά οι οθόνες σβήνουν, τα τηλέφωνα παύουν να δουλεύουν, οι μηχανές του αεροπλάνου κόβονται στη μέση της πτήσης. Ο κόσμος γεμίζει από μια απροσδόκητη σιωπή, της οποίας η προέλευση παραμένει απροσδιόριστη. Πρόκειται για μια τεχνολογική σιωπή που οδηγεί τους ανθρώπους σε έναν δυσβάστακτο εσωτερικό διάλογο που είχαν χρόνια να αντιμετωπίσουν. Μια σιωπή που δεν ανήκει στο μέλλον, αλλά στο παρελθόν.

Στις μόλις 115 σελίδες της Σιωπής, οι οποίες είναι μεταφρασμένες αριστοτεχνικά από τη Ζωή Μπέλλα, παρελαύνουν αρκετά από τα γνωστά μοτίβα που ανήκουν στη γραφή του DeLillo απ’ το απώτερο παρελθόν. Ο DeLillo με έναν μαγικό τρόπο καταφέρνει να μιλήσει για τους κινδύνους της τεχνολογίας χωρίς να είναι τεχνοφοβικός, καταφέρνει να μιλήσει για την ψυχρότητα της επιστήμης χωρίς να γίνεται ούτε για μια στιγμή γραφικά αντι-επιστημονικός. Καταφέρνει να ανασύρει την παράνοια της εποχής χωρίς να πιέσει τον αναγνώστη να αναγνωρίσει κάτι έξω από την καθημερινότητά του. Ο DeLillo δεν γράφει και δεν έγραψε ποτέ ένα προφητικό βιβλίο – αν μη τι άλλο είναι τεράστιος κίνδυνος για έναν συγγραφέα να παίξει τον ρόλο του μελλοντολόγου. Η ανάλυσή του στη Σιωπή και στα προηγούμενα έργα του είναι βαθιά δεμένη με την κοινωνία της εποχής και αποτελεί έναν ιδιόρρυθμο καθρέφτη που στα μάτια του αναγνώστη γίνεται αρωγός της δικής του προσωπικής κάθαρσης.

Παρ’ όλα αυτά, η Σιωπή είναι ένα βιβλίο το οποίο πιστεύω ότι χρειάζεται έναν αναγνώστη που να γνωρίζει πολύ καλά το υπόλοιπο έργο του DeLillo και που δεν μπορεί εύκολα να σταθεί μόνο του. Θεωρώ πως δεν είναι το καλύτερο βιβλίο του για την παράνοια της COVID εποχής, μια που πιστεύω πως υπερτερεί ο Λευκός Θόρυβος έναντι της Σιωπής σ’ αυτόν τον ρόλο. Ομως η Σιωπή είναι αναπόσπαστο κομμάτι ενός συνόλου έργων ενός δημιουργού που τα τελευταία 50 χρόνια έχει προσφέρει μια πολύχρωμη και πολυδιάστατη εικόνα όλης της μεταπολεμικής παραδοξότητας που ονομάζουμε σύγχρονο δυτικό πολιτισμό.

Διαβάζοντας τη Σιωπή συνειρμικά ανέσυρα την ταινία Until The End of The World (1991) του Wim Wenders, στην οποία υπάρχει η σκηνή που ένα αεροπλάνο μένει από μηχανές στη μέση ενός ταξιδιού πάνω από την αυστραλιανή έρημο. Προφητικά ο Wenders αναφερόταν σε ένα εγγύς μέλλον, όπου οι άνθρωποι εθίζονται στην τεχνολογία, στον πολιτισμό της εικόνας -βλέπε instagram και tiktok- και οδηγούνται σε ένα ιδιαίτερο Τέλος. To Τέλος για τον Wenders δεν προέρχεται από την τεχνολογική υπερβολή, μα από τον εθισμό στην εσωτερική μας ομφαλοσκόπηση. Ούτε ο Wenders ούτε και ο DeLillo -όπως προείπα- είναι τεχνοφοβικοί. Και οι δυο οδηγούν τον θεατή/αναγνώστη σε μια τελική πίστη στη Γλώσσα, στην Επιστήμη, στη Λογική. Δεν μπορώ να γνωρίζω πόσο και αν επηρεάστηκε ο DeLillo από την ταινία του Wenders, όμως ακόμη κι αυτή η παραλληλία ορίζει τελικά την επιστροφή του DeLillo στο παρελθόν και στη σύνδεσή του με την παράνοια των δεκαετιών ’70 και ’80. Ακριβώς όπως τη ζούμε κι εμείς σήμερα, ακριβώς όπως μας την υπενθυμίζουν η πόλωση, η αμφιβολία για οτιδήποτε διαβάζουμε και ο συλλογικός φόβος για το αύριο. Το Τέλος σηματοδοτείται όχι με μια έκρηξη αλλά με μια Σιωπή.

Πηγή: www.efsyn.gr