Αυτός είναι ο τίτλος ενός από τα ομορφότερα τραγούδια του Βασίλη Ζαρούλια, που συνάντησε την δική του, τελική «ώρα μηδέν», την περασμένη Παρασκευή 16 Οκτωβρίου, σε ηλικία 74 ετών.
Αγωνιστής και καλλιτέχνης ή καλλιτέχνης και αγωνιστής; Δεν ξέρεις ποια ιδιότητα να βάλεις πρώτη και ποια δεύτερη, μιλώντας για τον στιχουργό, ζωγράφο και αγωνιστή, από τους πρωταγωνιστές της εισόδου του ροκ στην ελληνική μουσική σκηνή, αλλά και διαρκή μέτοχο των κοινωνικών αγώνων, τον Βασίλη Ζαρούλια. Δεν ξέρεις γιατί η αγωνιστική και η καλλιτεχνική του φύση δεν ήταν παρά δύο, αλληλένδετες και αλληλοτροφοδοτούμενες, εκφράσεις της ψυχής του.
Ο Λάκης, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι και αγαπημένοι του, μεγάλωσε στην Αθήνα αναπνέοντας, παιδί κιόλας, τη σκληρή μετεμφυλιακή πραγματικότητα, που τούπαιρνε κατά καιρούς στις φυλακές και τις εξορίες τον πολυαγαπημένο του πατέρα. Σπούδασε ζωγραφική, γραφικές τέχνες και βιομηχανικό design.
Τον λάτρευε, αλλά ήταν παρά την αγάπη του, ή ίσως εξαιτίας της, που κατέβασε αργότερα τους εργάτες σε απεργία στην πατρική βιοτεχνία, όπου δούλευε κι ο ίδιος…
Στρατευμένος στους κοινωνικούς αγώνες από νωρίς, έντονα επηρεασμένος από το κύμα της βαθύτατης παγκόσμιας αμφισβήτησης, που κορυφώνεται στον Μάη του 1968, ο Ζαρούλιας θα είναι από τους πρώτους που θα εισάγουν το ροκ και τον Μπομπ Ντύλαν στην ελληνική μουσική. Μαζί με τον φοιτητή του Μαθηματικού Βαγγέλη Γερμανό φτιάχνουν το ντουέτο «Διόσκουροι» και εμφανίζονται στο Ροντέο του Διονύση Σαββόπουλου. Οι Διόσκουροι θα κυκλοφορήσουν ένα 45άρι το 1971, που περιείχε τα κομμάτια «Όνειρο/ Φράγκοι, Λατίνοι, Νορμανδοί» [Zodiac ZS 8231], αμφότερα γραμμένα (μουσική και στίχοι) από τον Βασίλη Ζαρούλια και θα συμμετάσχουν στη συλλογή «Rock Σήμερα!» [Minerva SYMP 22011, 1971]. Στη μουσική του πορεία ο Ζαρούλιας συνεργάστηκε με τη Μαρίζα Κωχ, τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, τον Μανώλη Ρασούλη και πολλούς άλλους.
Το 1983 ένας πίνακάς του κοσμεί το εξώφυλλο του «Χρονοναύτη» του Κώστα Γανωσέλη. Στον ίδιο δίσκο γράφει τους στίχους για τον «Επίλογο», ένα από τα ομορφότερα τραγούδια που ερμήνευσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Το 1984 κυκλοφόρησε ο μοναδικός σόλο δίσκος του, με τίτλο Ώρα Μηδέν. Οι λιγοστοί – δυστυχώς – λάτρεις τις ροκ που είχαν τη τύχη να έρθουν σε επαφή με αυτή τη δημιουργία, τη θεώρησαν ως ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της δεκαετίας. (Περισσότερα για τη μουσική διαδρομή του Λάκη Ζαρούλια εδώ)
Ανεπαρκώς αναγνωρισμένος για το μουσικό του έργο, ο Βασίλης δεν έκανε σκόντο στις ιδέες του, δεν θέλησε ποτέ να θυσιάσει το πνεύμα του στο βωμό των δημοσίων σχέσεων, του εμπορίου και της πολιτικής ορθότητας, αναλαμβάνοντας το κόστος της ελευθερίας. Φυσικά, δεν προωθήθηκε από τις δισκογραφικές εταιρείες και από τα καλλιτεχνικά «κυκλώματα». Συμμερίστηκε έτσι την τύχη πάμπολλων ακόμα ανθρώπων στην Ελλάδα, των οποίων η δημιουργικότητα και το ταλέντο, θεωρήθηκαν μάλλον απειλή, παρά προσόν και, ιδίως αν συνδυάζονταν με «αθυροστομία» και έλλειψη «ευλυγισίας», τους εξασφάλισαν, αν όχι την αφάνεια, πάντως έναν όσο το δυνατόν πιο περιορισμένο και δευτερεύοντα ρόλο. Στον καλλιτεχνικό, όπως και σε όλους τους άλλους τομείς της δημόσιας ζωής.
Εκτός από τη μουσική και το τραγούδι, ο Ζαρούλιας ασχολήθηκε επίσης με τη ζωγραφική και ευρύτερα τις εικαστικές τέχνες. Για πρώτη φορά εξέθεσε έργα του το 1976 στη γκαλερί Γιάννη Σταθά και συνέχισε, μέχρι το τέλος της ζωής του, να ζωγραφίζει και να εκθέτει. Ήταν επίσης μέλος της σχεδιαστικής ομάδας του «Νέο Κατοικείν», όπου εργάστηκε με υλικά όπως ο σίδηρος και ο μπρούτζος και φιλοτέχνησε τοιχογραφίες σε πολλούς χώρους της Αθήνας, όπως τη Βίλα Καζούλη και πολλές άλλες.
Παράλληλη ήταν η αγωνιστική του πορεία. Το 1973 συμμετείχε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και, μετά τη μεταπολίτευση, σε διάφορες εργατικές κινήσεις, οργανώσεις και σωματεία. Θα συμμεριστεί κι αυτός – κριτικά – τις ελπίδες που γεννά εκείνη την εποχή ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ σε εκατομμύρια ‘Ελληνες, όπως και τη σχετική απογοήτευσή τους από τη μεταγενέστερη πορεία τους.
Τα τελευταία χρόνια μοιραζόταν, με τόσο πολλούς ακόμα εκπροσώπους της γενηάς του, τα αισθήματα βαθιάς θλίψης και απογοήτευσης, αν όχι απελπισίας, για την κατάσταση του ελληνικού λαού, της χώρας μας και του κόσμου. Αυτό που περισσότερο τον πίκραινε ήταν η τόσο διαδεδομένη υποκρισία και διπλοπροσωπία που συναντούσε διαρκώς. Η άβυσσος ανάμεσα σε όσα σκεφτόμαστε, όσα λέμε και όσα κάνουμε, ακόμα και σε ανθρώπους που θεωρούσε κοντινούς του.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει.
20.10.2020
Δ.Κ.