Μίκης και Αριστερά ενώπιον ενός “Κοινωνικού 1922”

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Η πρωτοβουλία του Μίκη για ένα Κίνημα Ανεξάρτητων Πολιτών είναι η τελευταία, πλέον υποσχόμενη, λόγω εμβέλειας και προσωπικότητας του μουσικοσυνθέτη, από πολλές προσπάθειες, πρωτοβουλίες, κινήσεις για συγκρότηση “αντιμνημονιακού” χώρου, κινήματος, μετώπου, ή ότι άλλο θέλετε, αν όχι για την ανασυγκρότηση της ευρύτερης αριστεράς, με όποια σημασία αποδίδει κανείς στη λέξη, στους καιρούς της μεγάλης σύγχυσης.

Παραμένει βέβαια ερώτημα αν ωρίμασαν οι συνθήκες. Όχι οι αντικειμενικές, αυτές είναι υπερώριμες. Οι υπoκειμενικές αργούν, η διαμόρφωση αναγκαίας κοινωνικής συνείδησης. Η κοινή γνώμη υπόκειται σε μπαράζ πολύ καλά οργανωμένου ψυχολογικού πολέμου, προορισμένου να την τρομάξει και ενοχοποιήσει, ώστε να διοχετεύσει την οργή σε κατάθλιψη αντί εξέγερσης. Ορισμένα γεγονότα, όπως το επεισόδιο της Μαρφίν, τον Μάιο, εμβάλουν σε προβληματισμό ως προς την πιθανότητα μεγάλων “συνωμοσιών” στην ελληνική κρίση. Η κοινή γνώμη αποστρέφεται, όπως έδειξαν οι εκλογές, το πολιτικό σύστημα, μόνο ένα 20% στηρίζει την κυβέρνηση. Αλλά δεν νοιώθει αξιόπιστη εναλλακτική απέναντι σε μια κρίση που ήδη εξελίσσεται σε “κοινωνικό 1922”, από τις μεγαλύτερες κρίσεις στους δύο αιώνες ανεξαρτησίας.

Στη θηλειά των δανειστών

Η ταχύτητα συγκρότησης “αντιμνημονιακού” πόλου και η αξιοπιστία του θα επηρεάσει τις πιθανότητες επιβίωσης του ελληνισμού, με τη μορφή κάπως συγκροτημένου, στοιχειωδώς ανεξάρτητου και δημοκρατικού κράτους των Ελλήνων, που θα αποκαταστήσει την εσωτερική του και θα διαφυλάξει την εξωτερική του κυριαρχία. Αυτό είναι το αληθινό διακύβευμα της κρίσης. Η παρούσα κυβέρνηση θα πέσει, αργά ή γρήγορα, ίσως άσχημα, είναι πιθανότατο ότι το ΠΑΣΟΚ θα τερματίσει σύντομα τον βίο του, το ερώτημα είναι πόση Ελλάδα θα υπάρχει, ποιους βαθμούς ελευθερίας θάχει, στο τέλος της πρώτης φάσης του τραγικού ‘πειράματος’. Η απαλλαγή της Ελλάδας από την ασφυκτική θηλειά των Δανειστών και των πολιτικών που τους υπηρετούν, είναι βασική προϋπόθεση για τη σωτηρία της. Ακόμα περισσότερο, τέτοια προϋπόθεση είναι η αποκατάσταση της αξιοπρέπειας και περηφάνειας του ελληνικού λαού.

Τέτοιο εγχείρημα δεν έχει καμιά πιθανότητα επιτυχίας, περιοριζόμενο σε αμυντικούς αγώνες, μη μετατρεπόμενο σε βαθύ λαϊκό κίνημα αναγέννησης. Είναι αδύνατη η επιστροφή στην κατάσταση πραγμάτων προ Μαίου 2010 ή Οκτωβρίου 2009. Μόνο μια πολύ πιο κινητοποιημένη κοινωνία, μια πολύ διαφορετική χώρα θα μπορούσαν να σταματήσουν την κατρακύλα, διεκδικώντας την επιστροφή της Ελλάδας, προοπτικά, στην οικογένεια των κάπως ανεξάρτητων-δημοκρατικών κρατών.

Η Διεθνής των Τραπεζών, σε συμμαχία με τη Γερμανία, χρησιμοποιεί την Ελλάδα ως υπόδειγμα φτωχοποίησης και ολοκληρωτικής εκτροπής στην ευρωπαική περιφέρεια, αν όχι, μακροπρόθεσμα, για την υποταγή και καταστροφή του έθνους-κράτους. Μπόρεσε όμως να το κάνει γιατί συνέτρεχαν δύο προυποθέσεις: βαθύτατη δομική κρίση πολιτικής, κράτους, κοινωνικού σχηματισμού, ηγεσία χωρίς διανοητική και ηθικοψυχολογική διάθεση και δυνατότητα άμυνας.

Αντιστρόφως, δεν μπορεί να υπάρξει απελευθέρωση από το Μνημόνιο, χωρίς παράλληλη αντιμετώπιση των βαθύτατων προβλημάτων της χώρας, χωρίς γνήσιο εκσυγχρονισμό, δηλαδή βαθύ εκδημοκρατισμό. Αυτό δεν σημαίνει μόνο αντίστροφη της συντελούμενης εσωτερική αναδιανομή, απαλλαγή από παρασιτικές, κλεπτοκρατικές λειτουργίες κυρίαρχων στρωμάτων, αλλά και απαλλαγή λαϊκών στρωμάτων από τις νοοτροπίες που τους καλλιέργησαν τα πρώτα.

Η πρωτοβουλία Μίκη θα κριθεί εκεί που κρίθηκαν – και απέτυχαν – πολλές άλλες, με κορυφαίες την προσπάθεια συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ και τα εγχειρήματα κοινής εκλογικής καθόδου: στον ενωτικό/δημοκρατικό χαρακτήρα της, στην αξιοπιστία/σοβαρότητα προσώπων, δράσης, προτάσεων.

Ενότητα και συνεργασία

Δεν μπορεί κάποιος να πείσει την κοινωνία να τον ακολουθήσει εναντίον του μνημονίου, όταν δεν μπορεί, ούτε για δέκα λεπτά, να υποτάξει το πάθος του για μικροεξουσία, το δευτερεύον στο πρωτεύον. Η κάθοδος μιας πλειάδας αριστερών αντιμνημονιακών υποψηφίων
στις εκλογές, ήταν τεράστιο δώρο στο ΠΑΣΟΚ και σίγουρος τρόπος εξασφάλισης της ήττας. Μοιάζει οι ηγέτες της αριστεράς να φοβούνται ενδόμυχα περισσότερο την πιθανότητα νίκης τους, και των ευθυνών που συνεπάγεται, από την επικράτηση του μνημονίου.

Η ηγεσία του ΚΚΕ κατηγορεί όλους τους άλλους ως προδότες, αποφεύγοντας ακόμα και μια διαδήλωση στον ίδιο τόπο και την ίδια ώρα. Βοηθάει αυτό νέους, συνταξιούχους και εργαζόμενους, που βλέπουν τη ζωή τους να καταστρέφεται; Οι ηγέτες του ΣΥΡΙΖΑ εφευρίσκουν ή μεγαλοποιούν πολιτικές διαφορές, για να δικαιολογήσουν τους εμφύλιους της καρέκλας, συνομολογώντας ότι επενδύουν πολύ λιγότερο σε οποιονδήποτε αγώνα κατά του μνημονίου και πολύ περισσότερο στην κομματική εξουσία. Ακόμα και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί να βρει πιο χρήσιμο τρόπο ύπαρξης από το να μας αυτοσυστήνεται ως οιωνεί επαναστατική πρωτοπορεία, που δεν έχει να προτείνει τίποτα λιγότερο, και με κάθε σοβαρότητα, από το να μην πληρώσουμε αύριο δεκάρα τσακιστή, να βγούμε από το ευρώ, να εθνικοποιήσουμε τις τράπεζες χωρίς αποζημίωση και να αυξήσουμε μισθούς και συντάξεις.

Αντιλαμβάνομαι ότι η κριτική είναι ίσως σκληρή και ενοχλητική, ελπίζω όμως ότι δεν είναι άδικη. Στο σημείο που έφτασε η Ελλάδα και η αριστερά της, τίποτα λιγότερο από την αλήθεια δεν μπορεί να τις βοηθήσει.

«Δημοκρατικό έλλειμμα»

Αν η ενότητα είναι το ένα πρόβλημα, το άλλο είναι η δημοκρατία. Για να έχει μέλλον η κίνηση του Μίκη ή οποιαδήποτε άλλη, πρέπει να σέβεται απόλυτα, ολοκληρωτικά και αυθεντικά τη δημοκρατία, να στηρίζεται πραγματικά σε ανεξάρτητους πολίτες, να συνιστά τομή με τη γραφειοκρατική, ιντριγκαδόρικη πρακτική που κυριάρχησε ιστορικά και συχνά κυριαρχεί και σήμερα στην κουλτούρα και στην πρακτική του ΠΑΣΟΚ, της αριστεράς, των συνδικάτων και απετέλεσε βασική αιτία ηττών και εκφυλισμού.

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εμπιστευθεί τους χιλιάδες ανένταχτους που αγκάλιασαν το εγχείρημα προ τριετίας, αν τους άφηνε να εκλέξουν ηγέτες και να αποφασίσουν πολιτικές, ίσως θάβγαινε κάτι. Πάντως δύσκολα φαντάζεται κανείς απλούς αριστερούς αγωνιστές ή τους δημοκρατικά εκλεγμένους εκπροσώπους τους, να μπορούν να κάνουν τόσα πολλά πολιτικά λάθη, όσα διέπραξαν σε τόσο λίγο χρόνο, οι ηγέτες της συμμαχίας.

Ελπίζει κανείς, στο εγχείρημα Μίκη, να μην καταφέρουν διάφορα, κατά το μάλλον ή ήττον, χρεωκοπημένα πρόσωπα, που αναπόφευκτα αναζητούν σε μια μεγάλη μορφή κύρος και αναγνώριση που τους αρνήθηκε η κοινωνία, να παρεμβληθούν, βραχυκυκλώνοντας πάλι την οργάνωση μιας γνήσια λαϊκής πρωτοβουλίας.

Το ζήτημα της δημοκρατίας, της ευθύνης και της συμμετοχής που τη συνοδεύουν, είναι άλλωστε στο κέντρο του προβλήματος μιας χώρας, που έδωσε μεν ηρωϊκούς εθνικούς αγώνες, δεν κατάφερε όμως ποτέ να ξεπεράσει ολότελα την παράδοση της τουρκοκρατίας στην εσωτερική διοίκηση, όπως μαρτυράνε λέξεις σαν το ρουσφέτι και το μπαχτσίσι, την παράδοση του αρχηγισμού και της οικογενειοκρατίας, που δεν μπόρεσε να στηρίξει ανεξάρτητους πολίτες και θεσμούς. Η αυταρχική παράδοση εμπότισε τη δεξιά, εμπότισε όμως και την αριστερά.

Αξιοπιστία

Οποιαδήποτε προσπάθεια ανάταξης της χώρας και αντίστασης στο Μνημόνιο, προϋποθέτει ανάκτηση αξιοπιστίας αυτών που θα ηγηθούν, σοβαρότητα λόγων και πράξεων, ικανότητα παραγωγής νέου εθνικού, δημοκρατικού, κοινωνικού σχέδιου. Χρειάζεται όμως και να δουν έμπρακτα οι άνθρωποι ότι η συλλογική δράση και αλληλεγγύη μπορεί να επιφέρει καρπούς σε μια γειτονιά, σε ένα νοσοκομείο, με ένα συνεταιρισμό ή μια κίνηση αλληλεγγύης. Υπάρχει στην Ελλάδα μια (ιδιοτελής) κουλτούρα της ευκολίας και του αφηρημένου. Υπάρχει η τάση να ζητάμε απλώς από το γκουβέρνο, αποφεύγοντας να οργανώσουμε την πάλη της κοινωνίας στα συγκεκριμένα, στα μικρά και στοιχειακά. Τα τελευταία ίχνη αποτελεσματικότητας αυτής της μεθόδου εξαφανίστηκαν όμως με την εμφάνιση ενός γκουβέρνου που αδιαφορεί για το πολιτικό του κόστος, προκειμένου να εξυπηρετήσει τους Δανειστές. Ούτε μπορεί κανείς να ξεσηκώσει ένα λαό εναντίον ισχυρών διεθνών δυνάμεων, αν δεν έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη του και αν δεν του έχει εμπνεύσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του; Πως θα το κάνει αυτό μια κοινωνία που δεν μπορεί να λύσει ούτε ένα πρόβλημα μιας γειτονιάς;

Μέχρι πριν από μερικούς μήνες ακόμα, μεγάλο τμήμα της αριστεράς δεν είχε καν αναγνωρίσει την κρίση χρέους. ‘Ελεγε ότι είναι φτιαχτή και πρότεινε περίπου διπλασιασμό της ελάχιστης αμοιβής και πλήθος διορισμών στο δημόσιο. Ο βερμπαλιστικός μαξιμαλισμός, αν όχι ανοητολογία, δεν βοηθάει παρά τον Παπανδρέου να εμφανίζεται, εξ αντιδιαστολής, σοβαρός και αξιόπιστος. Τώρα μερικοί βρίσκουν εύκολα συνθήματα, όπως ότι δεν χρωστάμε τίποτα, θα πάμε αύριο από το ευρώ στον παράδεισο της δραχμής, θα εθνικοποιήσουμε τις τράπεζες χωρίς αποζημίωση. ‘Αλλοι, προτείνουν κάποια μορφή λαϊκής εξουσίας, εξασφαλίζουν όμως ότι δεν θάρθει ποτέ, μην κάνοντας τίποτα για να γεφυρώσουν το σήμερα με την ασαφή ουτοπία τους.

Είναι βέβαιο ότι η χώρα πρέπει να προχωρήσει σε αναδιάρθρωση χρέους. Δεν αποφεύγεται και δεν πρέπει να αποφευχθεί. Κι αυτή, όμως, για να γίνει προς όφελος της χώρας, προϋποθέτει την εμφάνιση μιας κυβέρνησης που να μπορεί να διαπραγματευθεί και μιας κοινωνίας ικανής να την πιέσει και ελέγξει. Δεν είναι σοβαρό να διεκδικήσει η Ελλάδα να μην πληρώσει τίποτα.

Είναι συζητήσιμο αν θα πρέπει να παραμείνει στο ευρώ μακροπρόθεσμα, αν δεν αλλάξουν οι κανόνες του. Αλλά μόνο τη Μέρκελ και τις ΗΠΑ θα εξυπηρετήσει φεύγοντας σήμερα. Γιατί, πριν φτάσουμε σε μια τόσο δραματική και αβέβαιη χειρονομία, δεν εξαντλούμε τα περιθώρια διαπραγμάτευσης και πίεσης, δεν ζητάμε επανεξέταση των ληστρικών συμβάσεων, τις αποζημιώσεις που δικαιούμεθα, δεν χρησιμοποιούμε τα πολλά μέσα που διαθέτουμε ως μέλη της ευρωζώνης; Γιατί δεν επιδιώκουμε, τώρα, που πρώτη φορά υπάρχει αντικειμενική δυνατότητα, τη δημιουργία ευρωπαϊκού κινήματος ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης της ΕΕ;

Γιατί, πριν αρχίσουμε την επανάσταση, δεν ολοκληρώνουμε την εσωτερική υποτίμηση, στο σκέλος τιμών, κερδών, παραοικονομίας; Γιατί δεν επιδιώκουμε να σπάσουμε τα καρτέλ με καταναλωτικούς συνεταιρισμούς; Γιατί μιλάμε τόσο πολύ για τα επιτόκια δανεισμού και τόσο λίγο για το πασίγνωστο λαθρεμπόριο καυσίμων ή αφήνουμε τόσους γιατρούς, ενίοτε κι αριστερούς, τρομάρα τους, να μεταφέρουν στους ασθενείς όλο το κόστος της κρίσης; Γιατί κανείς δεν προσπαθεί να φτιάξει ένα κίνημα κατά της διαφθοράς στα νοσοκομεία, γιατί δεν ζητάμε να αγοράσει εκατό τομογράφους ο Ευαγγελισμός, αντί να πλουτίζει τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα, εις βάρος των ασφαλιστικών ταμείων; Και χίλια μύρια όσα άλλα.

Είναι δυνατόν μια χώρα, ένας λαός, να τα βάλει με το παγκόσμιο σύστημα, να ζητήσει από τη Μέρκελ και τον Σόιμπλε τον λογαριασμό, χωρίς προηγουμένως νάχει καθήσει στο σκαμνί τους δικούς του κλέφτες και απατεώνες, χωρίς να μπορέσει να λύσει το παραμικρό πρόβλημα στη μικροκλίμακα της καθημερινής ζωής του πολίτη, στήνοντας δίκτυα αλληλεγγύης στους συνανθρώπους μας που υποφέρουν, σε αυτούς που δεν έχουν τη δυνατότητα περίθαλψης ή δεν μπορούν να στείλουν τα παιδιά τους φροντιστήριο; Εκεί μπορεί να ξαναφτιαχτεί μια αριστερά άξια του ονόματος και των προσδοκιών που καλλιέργησε, όχι στους οπωσδήποτε αναγκαίους φιλιππικούς εναντίον του καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού, χωρίς όμως συγκεκριμένες προτάσεις και μεταβατικό πρόγραμμα. Διερωτάται μερικές φορές κανείς, αν η επαναστατική ρητορεία δεν χρησιμοποιείται απλά για να μην οργανωθούν αυτά τα, τόσο δύσκολα προφανώς, “μικρά” και συγκεκριμένα, που μπορούν όμως να γίνουν πολύ μεγάλης εμβέλειας παραδείγματα. Βάζοντας το κάρο πριν το άλογο, εξασφαλίζει κανείς ότι δεν θα ξεκινήσει ποτέ. Και πάντως, πρέπει να μπορέσει να δέσει τα παπούτσια του, πριν ξεκινήσει το μαραθώνιο.

Δημοσιεύτηκε στα Επίκαιρα της 15.12.2010