Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
11 Αυγούστου 2020
Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι από τη συμφωνία του Καΐρου και ξεκινά από πιο επικίνδυνο σημείο η στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία. Το μορατόριουμ που διαπραγματεύθηκαν Αθήνα, Βερολίνο και Άγκυρα τινάζεται στον αέρα. Όσο για την ελληνική διπλωματία κατάφερε το ακατόρθωτο. Έκανε εμμέσως σοβαρές παραχωρήσεις στην Τουρκία, δια της συμφωνίας με την Αίγυπτο, προκαλώντας ταυτόχρονα νέα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις!
Για όποιο λόγο κι αν το έκανε ο Ερντογάν, έκανε ένα βήμα πίσω με το μορατόριουμ. Η αντίδρασή του στην ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία είναι απαράδεκτη, έστω και αν δεν γνωρίζουμε τι προέβλεπε η ελληνο-γερμανο-τουρκική προκαταρκτική συμφωνία. Εντελώς απαράδεκτη μεν, εντελώς προβλέψιμη δε. Δεν την προέβλεψε άραγε η Αθήνα; Θεώρησε ότι τα πλεονεκτήματα της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας είναι τέτοια που να δικαιολογούν τον κίνδυνο να πάμε σε αναμέτρηση με την Άγκυρα;
Η Αθήνα υπερτιμά τη σημασία διαφόρων “χαρτιών”. Η διαμάχη με την Τουρκία είναι πρωτίστως γεωπολιτική, δευτερευόντως νομική. Η Λευκωσία έκλεισε συμφωνίες οριοθέτησης της ΑΟΖ της, αλλά η Τουρκία έκανε σουρωτήρι την κυπριακή ΑΟΖ, χωρίς καμία συνέπεια. Πως φτάσαμε από την ειρήνη, ελέω Μέρκελ, στον κίνδυνο πολέμου;
Αν κρίνουμε από τα όσα είπε ο κ. Δένδιας, κρίσιμο ρόλο φαίνεται ότι έπαιξε ο Μάικ Πομπέο, που ενδιαφέρθηκε να κλείσει η συμφωνία και τηλεφώνησε μάλιστα στο Κάιρο για να σιγουρευτεί ότι όλα βαίνουν αισίως (διακόπτοντας προς στιγμήν την ενασχόλησή του με τον Λίβανο, την Κίνα και τη Βενεζουέλα). Τόσο πολύ τον ενδιαφέρει ξαφνικά η οριοθέτηση μεταξύ Αιγύπτου και Ελλάδας;
Ο Πομπέο σιγοντάρισε τη συμφωνία του Καΐρου
Οι ΗΠΑ σιγοντάρισαν, αν δεν προέτρεψαν την Τουρκία να προβάλλει τις διεκδικήσεις της κατά της Ελλάδας και ήταν πίσω από την εισβολή στην Κύπρο το 1974. Τώρα τι έχουν πάθει; Κρίση συμπάθειας προς τους Έλληνες, την επαύριο του με γερμανική μεσολάβηση ελληνοτουρκικού μορατόριουμ; Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, αλλά δεν μπορούμε να αποκλείσουμε η εκδήλωση ενδιαφέροντος να αποσκοπούσε στο αποτέλεσμα που προέκυψε. Πολύ περισσότερο στο περιβάλλον σύγκρουσης ΗΠΑ-Γερμανίας, αλλά και στο εσωτερικό του αμερικανικού κατεστημένου.
Θυμίζουμε ότι ο κ. Πομπέο ανήκει στην πιο αντιευρωπαϊκή ομάδα. Ήταν πίσω από την απόφαση για τη δολοφονία Σουλεϊμανί (http://www.defenddemocracy. press/36214-2/), την προσπάθεια να προκληθεί πόλεμος με το Ιράν και να τορπιλιστεί το κινεζικό σχέδιο “One belt, one road”. Από τους αρχιτέκτονες του Ψυχρού Πολέμου κατά της Κίνας, έχει συχνά επικρίνει τους Ευρωπαίους γιατί δεν ακολουθούν την πολιτική του απέναντι στο Ιράν. Υποστηρίζει μια εξωτερική πολιτική που δεν δεσμεύεται από κανόνες διεθνούς δικαίου και σόκαρε με την δήλωσή του κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε φοιτητές: «Ήμουν Διευθυντής της CIA. Ψευδολογούσαμε, Εξαπατούσαμε, Κλέβαμε…».
Δεν γνωρίζω κατά πόσον ο κ. Δένδιας εξεπλάγη, όπως είπε, από την ταχύτητα σύναψης της συμφωνίας με το Κάιρο. Αυτός που εξεπλάγη μετά βεβαιότητος ήταν το Βερολίνο. Αλλά στην υποστήριξη της Γερμανίας κατά της Τουρκίας αποβλέπει η Αθήνα. Στο Βερολίνο έχει αναθέσει, καλώς ή κακώς, την οικονομική διακυβέρνηση της Ελλάδας. Το γήπεδο της σύγκρουσης Νεοσυντηρητικών-Γερμανίας επεκτάθηκε στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Την νύφη αυτής της σύγκρουσης θα την πληρώσει η Ελλάδα, η Κύπρος, ενδεχομένως και η Τουρκία του Ερντογάν. Και μπορεί το κόστος να είναι τεράστιο.
Κίνδυνοι για τον Ελληνισμό
Μια οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με την Τουρκία (αλλά και προσφυγή στη Χάγη) θα οδηγούσε σε παραχωρήσεις. Παραχωρήσεις σε θέματα εδαφικής ακεραιότητας, ή δικαιώματος των νησιών στην αυτοάμυνα, είναι αδιανόητες. Αλλά δεν θα οριοθετηθούν θαλάσσιες ζώνες, όπως θα ήθελε ενδεχομένως η Αθήνα. Η διεθνής νομολογία δεν επιτρέπει το συμπέρασμα ότι οριοθέτηση γίνεται μόνο στη βάση της μέσης γραμμής, υπολογιζομένης μάλιστα από το μικρότερο ελληνικό νησί.
Ο πραγματικός αντίπαλος της Ελλάδας είναι η Τουρκία, όχι η Αίγυπτος. Αν η Αθήνα ήθελε να κάνει κάποιες λογικές παραχωρήσεις στην Τουρκία, όφειλε να τις κάνει στην ίδια, όχι στην Αίγυπτο (και να τις κάνει στο τέλος, όχι προτού αρχίσει η διαπραγμάτευση, προκειμένου να κλείσει μια οριστική συμφωνία). Στοιχειώδες!
Μια στρατιωτική σύγκρουση με την Τουρκία δεν θα έχει νικητή, θα έχει μόνο ηττημένους. Θα προκαλέσει καταστροφικές συνέπειες και για τις δύο χώρες (και την Κύπρο ασφαλώς) και κινδυνεύει να συμπαρασύρει μαζί της, ό,τι έχει απομείνει από οικονομία, κράτος και δημοκρατία στη χώρα μας. Ακόμα κι αν δεχθούμε την άποψη ότι η πιθανότητά της είναι περιορισμένη, ενυπάρχει ασφαλώς ως δυνατότητα στις τροχιές που διαγράφουν τώρα Ελλάδα και Τουρκία.
Δεν μπορούμε να μην την πάρουμε σοβαρά, ακριβώς γιατί το κόστος της είναι τρομακτικό. Ήδη γονατισμένη οικονομικά, η Ελλάδα θα μπει και χωρίς πόλεμο σε εξοπλιστικό ανταγωνισμό που δεν αντέχει. Αλλά και αν δεν οδηγήσει σε πόλεμο, ο παροξυσμός της ελληνοτουρκικής διαμάχης θα εντείνει την πίεση για επίλυση των προβλημάτων με διαπραγμάτευση ή με προσφυγή στη Χάγη, υπό δυσμενέστατους όρους και συνθήκες για την Ελλάδα (και με καταστροφικές παραχωρήσεις με περαιτέρω αποσυνθετικά αποτελέσματα).
Δύσκολα αντιλαμβάνεται, εξάλλου, κανείς πως η οριοθέτηση των ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο δεν θα αυξήσει την πίεση για “λύση” του Κυπριακού. Η μόνη λύση που υπάρχει σήμερα στο τραπέζι είναι οι διάφορες παραλλαγές του σχεδίου Ανάν, δηλαδή η αυτοδιάλυση του κυπριακού κράτους. Μπορεί μάλιστα να συμβούν και τα δύο, όπως επίσης συχνά συνέβη στην ιστορία μας. Και καταστροφικές παραχωρήσεις (Ζυρίχη-Λονδίνο) και καταστροφές κατόπιν “παληκαρισμών” (πραξικόπημα κατά Μακαρίου). Είναι τυπική κατάσταση για “ατελή”, βαθιά και πολύπλευρα εξαρτημένα κράτη.
Λανθασμένες εκτιμήσεις
Έχουν απομείνει ελάχιστα περιθώρια και θα χρειαστεί πάρα πολύ τέχνη από την κυβέρνηση για να αποφύγει και την Σκύλλα μιας πολεμικής καταστροφής και τη Χάρυβδη των παραχωρήσεων στην Τουρκία. Ελπίζουμε να τα καταφέρουν, γιατί μέχρι τώρα δεν δείχνουν να έχουν τις ικανότητες που χρειάζονται. Μια εικόνα κενού στρατηγικής αναδεικνύεται καθημερινά, από τις ενέργειες Αθήνας και Λευκωσίας.
Τη μία (σύμφωνα με δημοσιεύματα, που δεν διαψεύσθηκαν) ακυρώνουμε υπό γερμανική πίεση, αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία. Τη δεύτερη, κάνουμε μορατόριουμ με την Τουρκία με τη μεσολάβηση Μέρκελ. Την τρίτη, το τινάζουμε στον αέρα με τη συνδρομή Πομπέο. Ελλάδα και Τουρκία, με τη συνδρομή “προστατών”, καίνε μία-μία τις “ασφάλειες”, καθιστώντας πιθανότερη ή μια καταστροφική στρατιωτική αναμέτρηση, ή καταστροφικές παραχωρήσεις της Ελλάδας προς την Τουρκία.
Αθήνα και Λευκωσία άνοιξαν το θέμα της εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων, άρα και της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών, χάραξαν αγωγούς, συνήψαν κατά φαντασίαν συμμαχίες κατά της Τουρκίας. Όπως εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι τα έκαναν όλα αυτά χωρίς μελέτη των συνεπειών και χωρίς σοβαρή προετοιμασία. Η έννοια “σχέδιο” μοιάζει ασύμβατη με την ελληνική πολιτική. Μήπως εκτίμησαν ότι η Τουρκία θα παρακολουθούσε χωρίς να κάνει τίποτα;
Κι αν όχι, πως προετοίμασαν μια σύγκρουση ή μια διαπραγμάτευση; Μήπως οι κυβερνώντες θεωρούν τον εαυτό τους ικανότερο από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Ανδρέα Παπανδρέου που δεν κατάφεραν να λύσουν το πρόβλημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας με την Τουρκία, με πολύ ευνοϊκότερο από σήμερα συσχετισμό δυνάμεων και την Ελλάδα σε πολύ καλύτερη κατάσταση; Μήπως είχαν διαβεβαιώσεις από ισχυρούς διεθνείς παράγοντες; Που είναι τώρα αυτοί οι παράγοντες; Γιατί βλέπουμε μόνο τον ελληνικό στόλο να αναπτύσσεται στη Μεσόγειο.
Αφοπλισμένη η Ελλάδα
Το ελληνικό συγκρότημα εξουσίας στο παρελθόν αφόπλισε πολιτικά την Ελλάδα, υποστηρίζοντας ενθουσιωδώς την τουρκική ένταξη στην ΕΕ, χωρίς προγενέστερη άρση των διεκδικήσεων. Την αφόπλισαν νομικά (συμφωνία Μαδρίτης), στρατιωτικά (ακυρώνοντας την εγκατάσταση S-300 στην Κύπρο) και παρολίγον να διαλύσουν και το κυπριακό κράτος με το σχέδιο Ανάν. Σήμερα κάνει τις αντίστροφες πολιτικές. Οι πολιτικές μοιάζουν αντίστροφες, αλλά μόνο φαινομενικά.
Και οι μεν και οι δε υπαγορεύονται από την ίδια λογική (να πάμε με τους Αμερικανούς και το Ισραήλ). Όχι ως κάπως ισότιμοι και κυρίαρχοι εταίροι, αλλά ταυτίζοντας τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα με τα συμφέροντα των «πλούσιων και ισχυρών» (έκφραση του δόγματος της εξάρτησης από τα νεοφιλελεύθερα πρωτοπαλίκαρα του Σημίτη, Καρατζά και Χριστοδουλάκη).
Τα εθνικά συμφέροντα όμως είναι αντικειμενικά ορισμένα και η ταύτιση σημαίνει ακρωτηριασμό, ή εγκατάλειψή τους. Στις συνθήκες της δεκαετίας του 1990, το κυρίαρχο σχέδιο ήταν η ενσωμάτωση της Ελλάδας σε μια ζώνη αμερικανικής, τουρκικής και ισραηλινής επιρροής. Τώρα οι συνθήκες άλλαξαν, τα σχέδια άλλαξαν και οι επιβαλλόμενες πολιτικές επίσης. Στην Ελλάδα δεν μπορείς να βρεις ούτε σπίρτα που να μην είναι εισαγωγής!
Έτσι δεν μπορείς να βρεις και ιδέες και πολιτικές που να μην είναι εισαγωγής. Ας ελπίσουμε ότι κάτι θα γίνει, έστω στο “και πέντε”, για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες απειλές. Είναι και προς το συμφέρον του πολιτικού κόσμου να το κάνει, όσο δύσκολο και αν τους φαίνεται. Η πείρα λέει ότι οι πολιτικοί που ταύτισαν την ελληνική πολιτική με τις ξένες δυνάμεις, αποδείχθηκαν αναλώσιμοι.
Δημοσιεύτηκε στο slpress.gr
Διαβάστε επίσης