Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
12 Ιουλίου 2020
Μόνο ως απαράδεκτη επίθεση στον πολιτισμό μπορεί να θεωρηθεί η απόφαση του τουρκικού καθεστώτος να κάνει τζαμί την Αγία Σοφία, κορυφαίο μνημείο του χριστιανικού κόσμου. Κανείς φυσικά δεν μπορεί να αρνηθεί στην Τουρκία, εφόσον ο λαός της το επιθυμεί, κάτι που δεν είναι καθόλου βέβαιο, να γίνει ισλαμιστική, εγκαταλείποντας την παράδοση του Κεμάλ. Αλλά μπορεί να το κάνει χτίζοντας και τιμώντας τα δικά της μνημεία και τόπους λατρείας, όχι χρησιμοποιώντας μνημεία και τόπους λατρείας που έχτισαν άλλοι.
Απορεί κανείς που η τουρκική ηγεσία πιστεύει ότι βοηθάει το γόητρο της Τουρκίας να υπενθυμίζει συνεχώς εν έτει 2020, την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Αν κάτι χρειάζεται η ανθρωπότητα σήμερα, σε τόσο άσχημη κατάσταση που βρίσκεται, είναι η ανοχή και ο σεβασμός του ενός έθνους προς το άλλο, της κάθε θρησκείας προς τις άλλες. Αυτό είναι βασικό κριτήριο για τον πολιτισμό κάθε ανθρώπου και λαού.
Η τουρκική απόφαση δεν είναι μεμονωμένο γεγονός. Έρχεται να προστεθεί σε σειρά άλλων παραγόντων που απειλούν την ειρήνη στην Ανατολική Μεσόγειο. Προδίδει ότι η Άγκυρα έχει χάσει το μέτρο, ότι έχει υπερτιμήσει τις δυνάμεις της, νομίζοντας ότι μπορεί να τα βάζει με όλο τον κόσμο χωρίς συνέπειες. Ο Ερντογάν τρέφει υπέρμετρες φιλοδοξίες και συνήθως είναι σε ένα τέτοιο σημείο που συμβαίνουν καταστροφές.
Για όποιον λόγο κι αν την πήρε, η απόφαση Ερντογάν για την Αγία Σοφία αντανακλά την ιδεολογία και τις αντιλήψεις των πανισλαμιστών και νεοοθωμανών, όπως επί παραδείγματι η οργάνωση SADAT, που ανταγωνίζεται τους νεοκεμαλιστές και ευρασιανιστές. Η τάση αυτή θεωρεί ότι ο εξτρεμιστικός ισλαμισμός είναι η λύση, αφήνει να εννοηθεί ότι ο Ερντογάν είναι ο νέος Προφήτης (Μάχντι) και αποβλέπει στη δημιουργία μιας μεγάλης σουνιτικής “συμπολιτείας”, πίσω από την οποία εύκολα διακρίνει κάποιος μια παραλλαγή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αυτά τα σχέδια στερούνται σοβαρότητας. Η προσπάθεια να υλοποιηθούν θα προκαλέσει αναπόφευκτα την κινητοποίηση κατά της Τουρκίας των Αράβων, των Ελλήνων, των Ιρανών, των Ρώσων και των Σιϊτών. Όμως, από τη στιγμή που εμπνέουν ιδεολογίες και πολιτικές του τουρκικού κράτους, αυτά τα μεγαλεπήβολα σχέδια, αν και ανέφικτα, παράγουν σημαντικά διεθνή πολιτικά αποτελέσματα.
Ο “Πόλεμος των Πολιτισμών”
Το πρώτο αποτέλεσμα είναι ότι ενισχύουν την πολιτική του “πολέμου των πολιτισμών” που προωθούν οι πιο επικίνδυνες δυνάμεις παγκοσμίως, αυτές που ευθύνονται για μια αλυσίδα πολέμων στη Μέση Ανατολή, που συσπειρώνονται γύρω από τις ιδέες του Χάντινγκτον και που εκφράζονται από πολιτικούς όπως ο Πομπέο, ο Μπάνον, ο Νετανιάχου κλπ. Αυτοί σπρώχνουν τον ισλαμικό κόσμο σε μια επιθετική και οπισθοδρομική πολιτική, για να συσπειρώσουν εξ αντιδιαστολής τους δυτικούς λαούς γύρω από τα πολεμικά τους σχέδια.
Αυτή άλλωστε ήταν βασική πολιτική της δυτικής αποικιοκρατίας στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο εδώ και έναν αιώνα τουλάχιστον, από την εποχή που οι Βρετανοί απαγόρευαν στα κορίτσια της Αιγύπτου να πηγαίνουν σχολείο και πρωταγωνιστούσαν στη δημιουργία των Αδελφών Μουσουλμάνων, μέχρι το Αφγανιστάν και τον ISIS. Καλό θα ήταν να διερωτηθούν στην Άγκυρα και παντού, γιατί η Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον, εκ των πρωταγωνιστών σ’ όλους τους πολέμους στη Μέση Ανατολή, υποστηρίζει σήμερα την απόφαση του Ερντογάν για την Αγία Σοφία.
Για να υπάρξει και να δικαιολογηθεί, ο δυτικός ιμπεριαλισμός έχει ανάγκη την ισλαμική βαρβαρότητα. Και μια ισλαμιστική Τουρκία θα είναι τελικά πιο εύκολος ως αντίπαλος, πιο χρήσιμος ως εταίρος για τη Δύση. Εκτός αν ο Ερντογάν έχει την μοιραία αυταπάτη ότι θα βρει, με τέτοιες ιδέες, τη συμπάθεια του Τραμπ. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι αυτές οι δυνάμεις, οι Νεοσυντηρητικοί, ή αλλιώς το κόμμα του “Πολέμου των Πολιτισμών”, είναι ακριβώς οι ίδιες που οργάνωσαν το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν το 2016.
Οι δυσκολίες των εναλλακτικών
Αξίζει να σημειώσουμε τις δυσκολίες που έχουν καθεστώτα, όπως αυτό του Ερντογάν, όταν σε μια ορισμένη στιγμή αναγκάζονται να έλθουν σε σύγκρουση με δυτικά “αυτοκρατορικά” κέντρα. Δυσκολεύονται να ολοκληρώσουν τη ρήξη μαζί τους, στο μέτρο που δεν διαθέτουν προγραμματική εναλλακτική. Γι’ αυτό και επιδιώκουν να παραμείνουν εντός του συστήματος της “χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης”, στο οποίο κυριαρχεί η “Αυτοκρατορία του Χρήματος”.
Μην μπορώντας να μιλήσει, όπως ο Ούγκο Τσάβες, για «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα», ο Ερντογάν, έστω κι αν κάποια στιγμή έφτασε να απαγγέλλει Ναζίμ Χικμέτ στους οπαδούς του, δεν θέλει να τα σπάσει πλήρως με τη Δύση. Είναι, λοιπόν, καταδικασμένος εξ αιτίας και των καταβολών του, να στρέφεται στο Ισλάμ για άντληση νομιμότητας και πολιτικής δύναμης.
Η δυσκολία αυτή εμφανίζεται συχνά διεθνώς. Είναι δυσκολία συγκρότησης ενός διεθνούς πλέγματος συνεργασιών και συμμαχιών εναντίον της “Αυτοκρατορίας του Χρήματος”. Κάτι τέτοιο απαιτεί την ύπαρξη εναλλακτικού θετικού οράματος. Το βλέπουμε άλλωστε αυτό και με τις χώρες BRICS, που ξεκίνησαν με προσδοκίες, αλλά μετά την εκλογή Μόντι στην Ινδία και Μπολσονάρου στη Βραζιλία βρίσκονται μεταξύ τους σε αποκλίνουσες ή και συγκρουσιακές τροχιές.
Όταν η Ινδία προτιμάει να τα βάζει με την Κίνα και το Πακιστάν και η Βραζιλία με τον Μαδούρο και τον Μοράλες, όταν θέτουν τα επί μέρους συμφέροντά τους, όπως τα αντιλαμβάνονται, υπεράνω των γενικών, το αποτέλεσμα είναι να μην μπορούν να συγκροτήσουν μπλοκ απέναντι στις δυτικές πιέσεις. Το θέλουν όταν τις υφίστανται, αλλά το ξεχνάνε μόλις παρέρχεται ο άμεσος κίνδυνος. Αξίζει να υπενθυμίσουμε τις ιδέες όχι κάποιου σοσιαλιστή, αλλά του Μέιναρντ Κέινς, που τόνιζε στον καιρό του, ότι δεν μπορεί να υπάρχει διεθνής ειρήνη και σταθερότητα χωρίς κάποιας μορφής αλληλεγγύη, όταν υπάρχουν διαρκή πλεονάσματα κάποιων εις βάρος άλλων.
Σπρώχνοντας την Τουρκία σε υπερεπέκταση
Το δεύτερο αποτέλεσμα είναι ότι οι νεοοθωμανικές αντιλήψεις φέρνουν την ίδια την Τουρκία σε σύγκρουση με Άραβες, ‘Ελληνες και Ρώσους, αν όχι και με το Ιράν. Διευκολύνουν επομένως τις δυνάμεις που θέλουν ενδεχομένως να σπρώξουν την Τουρκία σε περιπέτειες που δεν μπορεί να φέρει σε πέρας,δηλαδή σε υπερεπέκταση. Έτσι θα καταστρέψουν τις “ανεξαρτησιακές” της φιλοδοξίες και θα ανατρέψουν τον Ερντογάν.
Υποπτεύεται κανείς ότι σε αυτό αποβλέπουν όσοι σπρώχνουν τον πρόεδρο Τραμπ να στέλνει ενθαρρυντικά μηνύματα στον Ερντογάν σε ό,τι αφορά στη Λιβύη και στη Συρία (δεν είναι σίγουρο τι μηνύματα στέλνει για την Ελλάδα). Πάντως, ποτέ στην ιστορία της η Τουρκία δεν προχώρησε σε επιθετική ενέργεια χωρίς να έχει την ανοχή ή ενθάρρυνση μιας ξένης μεγάλης δύναμης.
Θέλουν πιθανόν να δημιουργήσουν στον Τούρκο Πρόεδρο εσφαλμένη αντίληψη ασφάλειας και να τον οδηγήσουν σε βήματα που θα καταστρέψουν τον ίδιο, αφού προηγουμένως καταστρέψουν τις σχέσεις του με τη Ρωσία. Η μέθοδος είναι κλασική και χρησιμοποιήθηκε πολλάκις στην ιστορία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τον Σαντάμ στο Κουβέιτ και τον Μιλόσεβιτς στο Κόσοβο.
Ο Ερντογάν θα έπρεπε κανονικά, μετά τις περιπέτειες του 2016, να γνωρίζει ότι δεν είναι αποδεκτός από τα κύρια δυτικά κέντρα, ότι θα τον ανατρέψουν μόλις τους δοθεί ευκαιρία, κάτι που άλλωστε γίνεται εμφανές με απλή ανάγνωση όλων των εκθέσεων των μεγάλων αμερικανικών think tanks (για μια παρουσίαση των θέσεών τους, βλ. σχετικό άρθρο μας)
Μπορεί ο Τούρκος πρόεδρος να πιστεύει ότι θα ελίσσεται πάντα με επιτυχία και θα κερδίζει διαρκώς και από την Ρωσία και από τις ΗΠΑ, όπως έκανε στη Συρία. Αρχικά υποστήριξε τον Άσαντ, μετά συμμάχησε με τους Αμερικανούς εναντίον του για να καταλήξει σε συμφωνία με τους Ρώσους όταν είδε το χάρο με τα μάτια του. Η τακτική ικανότητά του δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και επιτυχή στρατηγική.
Το τρίτο αποτέλεσμα της απόφασης Ερντογάν για την Αγία Σοφία προσθέτει και άλλα εκρηκτικά υλικά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες κινούνται σε πολύ επικίνδυνη τροχιά, που εμπεριέχει την πιθανότητα πολέμου μεταξύ των δύο χωρών. Αλλά αυτή την διάσταση της υπόθεσης θα εξετάσουμε στο επόμενο άρθρο μας.
12 Ιουλίου 2020
Πηγή: slpress.gr
Διαβάστε επίσης
Στο κατώφλι γεωπολιτικών αλλαγών: «Δεν έχουμε ξεφύγει από τον κίνδυνο του πυρηνικού ολέθρου»
Η Αγία Σοφία, ο EastMed και ο κίνδυνος ελληνοτουρκικού πολέμου