Του Δρα Άριστου Αριστοτέλους
12 Ioυνίου 2020
Πρώην Βουλευτή, Ειδικού σε Θέματα Άμυνας και Στρατηγικής
Αν όντως αποδόθηκαν σωστά οι τελευταίες δηλώσεις του Τούρκου Υπουργού Άμυνας στο κανάλι “Alhaber” ότι δεν συμφέρει στην Ελλάδας πόλεμος με την Τουρκία, υπό την έννοια του ότι δεν την ευνοούν οι συσχετισμοί δυνάμεων στρατιωτικά, τότε ο κ. Χαλουσί Ακάρ είτε σκόπιμα αγνοεί είτε έχει εσφαλμένες εκτιμήσεις για τις συνέπειες που και η ίδια η χώρα του θα υποστεί σε μια τέτοια συμπλοκή.
Ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας, έκαμε τις δηλώσεις αυτές αναφερόμενος σε «γλωσσικό ολίσθημα», όπως το χαρακτήρισε, του Έλληνα ομολόγου του, που επανειλημμένα υπογράμμισε ότι π Ελλάδα θα αντιδράσει ακόμη και στρατιωτικά αν χρειαστεί στην τουρκική προκλητικότητα. « Θέλω να τονίσω», είπε ο κ.Ακάρ, «ότι από μαθηματικής βεβαιότητας, η Ελλάδα δεν θα θελήσει να πολεμήσει με την Τουρκία», υπονοώντας ότι η ελληνική πλευρά μειονεκτεί αριθμητικά έναντι της τουρκικής σε στρατιωτικά μέσα και άρα δεν θα το τοτολμούσε.
Προφανώς έτσι αντιλαμβάνονται ή θέλουν να βλέπουν τα πράγματα στο τουρκικό κατεστημένο. Έτσι μάλλον εξηγείται και η εν γένει επιθετικογενής συμπεριφορά της Άγκυρας απέναντι στην Ελλάδα από το 1973. Με πεποίθηση τη στρατιωτική τους υπεροχή και μέσω της πολιτικής της κανονιοφόρου στηρίζουν και προωθούν τις διεκδικήσεις τους και επιχειρούν να εκφοβίσουν την Αθήνα προσδοκώντας να την εξαναγκάσουν να συμβιβαστεί με τις δικές τους θέσεις για να αποφύγει τις συνέπειες ενός ασύμφορου πολέμου.
Οι Τούρκοι δεν αντιλαμβάνονται ή δεν θέλουν να παραδεχτούν ότι ίσως και να υπερτιμούν τις ικανότητες τους και ότι με αυτές τις αντιλήψεις και συμπεριφορές μπορεί η Τουρκία να συρθεί τελικά σε μια πολεμική σύγκρουση με την Ελλάδα – χωρίς η Άγκυρα να το αναμένει, αφού πιστεύει ότι η Αθήνα δεν θέλει πόλεμο – και να υποστεί έτσι ανυπολόγιστα πλήγματα και καταστροφές από τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Δεν καταλαβαίνουν ότι η Ελλάδα – αντίθετα με το τι πιστεύει ο κ. Ακάρ – ίσως να μην έχει άλλη επιλογή παρά να αντιδράσει στρατιωτικά αν η Τουρκία παραβιάσει ζωτικά εθνικά της συμφέροντα όπως τα έχει προσδιορίσει και σαφώς διαμηνύσει προς την τουρκική πλευρά και προς άλλες κατευθύνσεις; Αυτό απέδειξε και στην περίπτωση των ενεργειών της Τουρκίας με τους πρόσφυγες στον Έβρο, οι δε παράλληλες και στοχοπροσηλωμένες δραστηριότητες των ενόπλων δυνάμεων της χώρας στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής υπογραμμίζουν την αποφασιστικότητα της Αθήνας επί του προκειμένου.
Επίσης ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας ως πρώην στρατιωτικός, πρέπει να γνωρίζει ότι παρόλο που το ποσοτικό μέρος έχει σημασία και δεν μπορεί να υποτιμάται, ωστόσο, ιδιαίτερα σε σχέση με την Ελλάδα, το καθοριστικό στοιχείο μιας ελληνοτουρκικής πολεμικής αναμέτρηση δεν είναι ούτε αριθμητικό ούτε μαθηματικό.
Δεν είναι του παρόντος η στρατιωτική ανάλυση και η ποσοτική και ποιοτική σύγκριση δυνάμεων των δύο χωρών και άλλων παραμέτρων, όμως σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να λεχθεί ότι: Ναι μεν στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Κύπρο η Τουρκία ένεκα απόστασης είναι στρατιωτικά σε πιο πλεονεκτική θέση έναντι της Ελλάδας αλλά οι ισορροπίες και οι συσχετισμοί δυνάμεων αλλάζουν άρδην στο Αιγαίο και στον ελληνοτουρκικό χώρο. Εδώ τα ποσοτικά στρατιωτικά πλεονεκτήματα της Άγκυρας σε κάποιους τομείς απέναντι στην Ελλάδα ουδόλως αποτελούν εχέγγυο επιτυχίας. Με μια αρκετά καλά οργανωμένη και συνεκτική ελληνική άμυνα, με ισάριθμο με αυτό της Τουρκίας αλλά πολύ αξιόλογο Πολεμικό Ναυτικό, με κάπως λιγότερη αριθμητικά Πολεμική Αεροπορία αλλά ζηλευτή όσον αφορά τα επίπεδα μαχητικής ικανότητας και δεξιοτεχνίας και με υψηλό βαθμό συνεκτικότητας και ομοψυχίας, οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αποτελούν δραστικό όργανο προστασίας εθνικών συμφερόντων.
Στον αντίποδα αυτής της κατάστασης, οι διχαστικές μέθοδοι του καθεστώτος Ερντογάν, το συνεχιζόμενο κυνηγητό αντιφρονούντων που έχει εισχωρήσει βαθειά στο στράτευμα στην Τουρκία, η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ στελεχών, οι εκκαθαρίσεις χιλιάδων ανεπιθύμητων αξιωματικών όλων των βαθμίδων – ιδιαίτερα στο Ναυτικό και την Αεροπορία – έχουν προκαλέσει σοβαρά προβλήματα οργάνωσης, διοίκησης, λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας σε όλους τους κλάδους που ακόμη δεν έχουν λυθεί.
Μπορεί ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας να προτιμά να τα αγνοεί, όμως τα δεδομένα αυτά ναι μεν καθιστούν ασύμφορη την πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας με την Τουρκία αλλά, επίσης μαθηματικά, το ίδιο ισχύει και για την Άγκυρα. Υπό κάποιες προϋποθέσεις μάλιστα τα κόστη από τη δράση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων για την τουρκική πλευρά πιθανόν να αποδειχθούν και μεγαλύτερα. Ο πόλεμος, σαφώς, δεν είναι υποκατάστατο της ειρηνικής επίλυσης των μεταξύ τους διαφορών.