Του Χρήστου Μήτση
7 Μαρτίου 2013
Ξεκίνησε ως κριτικός κινηματογράφου και πέρασε γρήγορα πίσω από την κάμερα για μια σειρά ταινιών ενηλικίωσης, κοινωνικών δραμάτων και πολιτικών θρίλερ. Τώρα ο Ολιβιέ Ασαγιάς επιστρέφει στο παρελθόν του και μιλάει για το ημι-αυτοβιογραφικό «Μετά τον Μάη», το οποίο του χάρισε το βραβείο σεναρίου στη Βενετία.
Γεννημένος το 1955, ο Παριζιάνος Ολιβιέ Ασαγιάς μεγάλωσε σε κινηματογραφική οικογένεια, καθώς ο πατέρας του Ζακ Ρεμί ήταν ένας επιτυχημένος σεναριογράφος του σινεμά και της τηλεόρασης. Ακολουθώντας τα βήματά του, ο Ολιβιέ συνεργάστηκε με τον Αντρέ Τεσινέ («Ραντεβού», «Le Lieu du Crime»), ενώ παράλληλα αρθρογραφούσε στα «Cahiers du cinema», για να αρχίσει από το 1986 να σκηνοθετεί πλέον τις δικές του ταινίες. Κάνοντας παγκόσμια αίσθηση με το προπέρσινο, αρχικά γυρισμένο για την τηλεόραση «Carlos», επιστρέφει τώρα με μια αυτοβιογραφική ιστορία ενηλικίωσης, η οποία απέσπασε ενθουσιώδεις κριτικές και βραβεύτηκε στο τελευταίο Φεστιβάλ Βενετίας.
Πολλοί Έλληνες συνάδελφοί σας αναφέρονται στους κριτικούς ως αποτυχημένους σκηνοθέτες. Έχετε αποδείξει το αντίθετο, αλλά θεωρείτε ότι είστε εξαίρεση;
Γιατί όλοι να θέλουν οπωσδήποτε να γίνουν σκηνοθέτες; Με την ίδια λογική και οι μοντέρ, και οι διευθυντές φωτογραφίας, και όλοι στο πλατό είναι αποτυχημένοι σκηνοθέτες. Εγώ, από την άλλη, δεν θεωρώ ότι ξεκίνησα ως κριτικός κι έγινα σκηνοθέτης. Από νωρίς συμμετείχα σε γυρίσματα κι έγραφα σενάρια, ενώ η κριτική με ενδιέφερε γιατί προσέγγιζα τον κινηματογράφο από άλλη σκοπιά, τη θεωρητική. Θεωρούσα όμως πως όλα αυτά είναι κομμάτια της ίδιας διαδικασίας κι «έκανα σινεμά» με διαφορετικούς τρόπους. Έτσι θεωρώ πως όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με τις ταινίες αποτελούν γρανάζια του ίδιου μηχανισμού.
Το «Μετά τον Μάη» έχει πολλά κοινά στοιχεία τόσο με την ταινία σας «L’Eau Froide» του 1994 όσο και με το εξομολογητικό βιβλίο σας «Un adolescence dans l’apres-Mai». Πόσος αληθινός Ολιβιέ Ασαγιάς υπάρχει εδώ;
Πολλά γεγονότα από αυτά που βλέπετε συνέβησαν πραγματικά και πολλοί χαρακτήρες βασίζονται σε υπαρκτά πρόσωπα. Από εκεί και πέρα, η ταινία είναι μυθοπλασία, αποτελεί μια κατασκευή. Σε όλες τις ταινίες μου υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία, ίσως το «Μετά τον Μάη» να περιέχει τα περισσότερα, δεν επέστρεψα όμως στο παρελθόν μου ούτε για να το ξορκίσω ούτε για να ξεμπερδέψω με αυτό. Απλώς η ιστορία του Ζιλ –εν μέρει η δική μου κι εν μέρει όχι– μου φάνηκε ενδιαφέρουσα, όπως ενδιαφέρουσα μου φαίνεται η περίοδος της δεκαετίας του ’70, μια περίοδος ενηλικίωσης και αναζήτησης ταυτότητας μιας ολόκληρης γενιάς. Το «L’Eau Froide» είναι μια παρόμοια ιστορία, αλλά η προσέγγισή της νομίζω πως είναι πιο συναισθηματική, πιο δραματική.
Πράγματι, ενώ αυτή η ταινία αφηγείται κάτι βιωματικό, μοιάζει να κρατάει μια απόσταση από τον ήρωά της. Σαν να προσπαθεί να κοιτάξει πιο ψύχραιμα τα πράγματα.
Αυτό είναι μια συνειδητή ως ένα σημείο σκηνοθετική απόφαση, γιατί αυτή η απόσταση υπάρχει. Δεν γυρίσαμε μια ταινία το ’70 η οποία αναφέρεται στο παρόν, αλλά μια ταινία το 2012 η οποία αναφέρεται στο ’70. Θα ήταν όμως πρόβλημα αν αυτή η απόσταση γεννούσε νοσταλγία, αν έκανε τα πράγματα να φαίνονται παρωχημένα, αν έκρινε τους ανθρώπους και τις πράξεις τους με ασφάλεια, με τη γνώση πως η Ιστορία κάποιους τους
δικαίωσε και κάποιους όχι.
Ήθελα πάση θυσία να αποφύγω κάτι τέτοιο.
Τελικά η Ιστορία δικαίωσε τις ιδέες του Μάη;
Όταν μιλάμε για επαναστατικές, ρηξικέλευθες ιδέες, αυτές δεν πρόκειται ποτέ να δικαιωθούν απόλυτα. Κάποιοι θα ισχυριστούν πως ο Μάης του ’68 ήταν μια πολιτική ήττα, καθώς σχεδόν κανένα από τα αιτήματά του δεν πραγματώθηκε. Ούτε καν ο Ντε Γκολ δεν απομακρύνθηκε από την εξουσία. Δεν είναι έτσι όμως. Ο Μάης έχει διαμορφώσει καθοριστικά όλη τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη αλλά και την κοινωνική πρακτική. Έσπρωξε τα πράγματα μπροστά με πολλούς τρόπους, κάποιους από αυτούς αναζητά να συναντήσει και η ταινία. Τι μας διαμόρφωσε ως κοινωνικά όντα, σε προσωπικό, συναισθηματικό, πολιτικό και φιλοσοφικό επίπεδο; Αυτό ρωτάει το «Μετά τον Μάη» και προσπαθεί να δείξει το δρόμο προς κάποιες απαντήσεις. Γιατί αυτές είναι πολλές και συχνά αντικρουόμενες…
Βλέπετε κοινά στοιχεία ανάμεσα στον Ζιλ και τον Κάρλος;
Φυσικά. Δύο άνθρωποι που την ίδια εποχή προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο γύρω τους, δύο ήρωες που δεν συμβιβάζονται εύκολα. Από εκεί και πέρα οι διαφορές τους είναι πολλές, όπως και οι δύο ταινίες είναι μεταξύ τους διαφορετικές.
Δεν είναι μόνο αυτές. Η φιλμογραφία σας είναι γεμάτη ταινίες εντελώς διαφορετικές σε ύφος μεταξύ τους.
Στην Ευρώπη φοβόμαστε λίγο το σινεμά των ειδών. Την περιπέτεια, το θρίλερ… Τα θεωρούμε δουλειά των επαγγελματιών και όχι των καλλιτεχνών, παρακατιανές ταινίες. Εγώ ακολουθώ απλώς την ιστορία μου και προσπαθώ να βρω το καταλληλότερο ύφος για να την αφηγηθώ. Νομίζω πως άλλο ταίριαζε στο «Carlos» και άλλο στο «Μετά τον Μάη». πιθανώς και η επόμενη ταινία να απαιτήσει κάτι εντελώς διαφορετικό. Μέσα από την κάμερα όμως πάντα θα κοιτάζει ο ίδιος άνθρωπος.
Πηγή: www.athinorama.gr