«Και τη Δευτέρα πέθανε. Έδωσα το σώμα στον ιερέα για να το θάψει»

17 Οκτωβρίου 2018
Από την δρα Μαγδαληνή Ανδρέου,
Ιστορικό, Συνεργάτη Ιστορικού Αρχείου Τράπεζας Κύπρου 

«Με λένε Ελένη Κυριάκου. Είμαι μια ανύπαντρη γυναίκα. Γέννησα ένα νόθο αρσενικό παιδί στον Ασώματο, κοντά στη Λεμεσό, πριν από περίπου εννιά μήνες. Ήρθα στη Λευκωσία στο μπουρδέλο της Ελεγκούς περίπου πριν από δυο μήνες»… Η Ελένη από τη Χούλου της Πάφου ήταν ο τελευταίος κρίκος μιας αλυσίδας εκμετάλλευσης και η πρωταγωνίστρια μιας τραγικής, αν και όχι σπάνιας ιστορίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία που έδωσε στην αστυνομία, η Ελένη έμεινε στο σπίτι της Ελεγκούς για είκοσι δύο μέρες πριν την πετάξουν έξω επειδή το παιδί της έκλαιγε και ενοχλούσε τα «άτομα» που επισκέπτονταν τον οίκο ανοχής. Σε κανένα σημείο της μαρτυρίας της η Ελένη δεν αναφέρει ξεκάθαρα ότι η Ελεγκού ήταν η μαστροπός της και τα «άτομα» οι καταναλωτές των σεξουαλικών υπηρεσιών που η ίδια προσέφερε.

Άλλωστε ο λόγος που κλήθηκε στην αστυνομία δεν αφορούσε τις συνθήκες εργασίας της, αλλά ο ύποπτος θάνατος του παιδιού της Κωσταντίνου από «επτά δόσεις εκχυλίσματος παπαρούνας». Όπως αναφέρει η ίδια, «η Ελεγκού έπαιρνε τους σπόρους από τα κεφάλια της παπαρούνας, τα έβαζε σε νερό και τα έδινε στο παιδί μου για να κοιμάται. Του έδινε μια δόση κάθε πρωί και βράδυ για όσες μέρες έμεινα μαζί της. Το ξέρω ότι αυτό ήταν κακό και της είπα να μην το κάνει, αλλά αυτή μου απάντησε ότι ξέρει καλύτερα από εμένα πώς να φροντίσει ένα παιδί. Όταν η Ελεγκού με έδιωξε πήγα στο μπουρδέλο της Σιαμούρας (Σταυρινής) και έμεινα εκεί μέχρι το θάνατο του παιδιού μου.» Όταν το παιδί έπαιρνε το εκχύλισμα παπαρούνας κοιμόταν όλη μέρα και όλη νύχτα, «το ξυπνούσα περιστασιακά και το τάιζα, ήταν καλά στην υγεία του, το μεγάλωσα μόνη μου», λέει η Ελένη στη μαρτυρία της.

Από την Παρασκευή μέχρι τη Δευτέρα ο Κωσταντίνος παρουσίασε διάρροιες και εμετούς, ενώ έκλαιγε ασταμάτητα μέχρι που η μητέρα του τού χορήγησε και πάλι εκχύλισμα παπαρούνας. Το Σάββατο η Ελένη έστειλε το παιδί, που τώρα πια κατανάλωνε μόνο νερό, σε έναν ιερέα. «Ήθελα να πάω το παιδί στον γιατρό αλλά η Σιαμούρα μου είπε ότι δεν ήταν αναγκαίο για ένα παιδί τόσο μικρό».

«Και τη Δευτέρα πέθανε. Έδωσα το σώμα στον ιερέα για να το θάψει». Μια εβδομάδα μετά και ενώ είχε ήδη επιστρέψει στο σπίτι της Ελεγκούς, η Ελένη δήλωσε το θάνατο του παιδιού στην αστυνομία. «Καθυστέρησα να το δηλώσω γιατί φοβόμουν». Τι φοβόταν όμως η Ελένη; Στην κατάθεσή της, την οποία υπέγραψε με σταυρό ως αναλφάβητη, δεν αναφέρει πουθενά ότι κάποιος την εκφόβισε. Αλλά αν διαβάσουμε πίσω από τις λέξεις θα δούμε τον φόβο και την καταπίεση. Η Ελένη δεν ήθελε να δώσει το εκχύλισμα στο παιδί αλλά η Ελεγκού της είπε «εγώ ξέρω καλύτερα», ήθελε να πάει το παιδί στον γιατρό αλλά η Σιαμούρα της είπε «δεν είναι ανάγκη» και τέλος ήθελε να θάψει το παιδί της αλλά αυτό δεν επιτρεπόταν.

«Οι παπαρούνες πωλούνται ελεύθερα σε όλα τα μπακάλικα», οι πελάτες των οίκων ανοχής δεν διώκονται, οι μαστροποί στην εν λόγω υπόθεση κλήθηκαν απλά να καταθέσουν. Ο Κωσταντίνος πέθανε στα χέρια της μητέρας του και κανείς δεν κρίθηκε υπεύθυνος.
Εξήντα γυναίκες εργάζονταν στους οίκους ανοχής της Λευκωσίας το 1903, ευτυχώς χωρίς παιδιά.

Πηγή: www.philenews.com