Ευθύνες της κυβέρνησης και ευθύνες της τρόικας
Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Το τελευταίο “παραμύθι” που μας προτείνουν τα μέσα της διαπλοκής και το “κόμμα του μνημονίου” είναι ότι την αποκλειστική ευθύνη για την εξελισσόμενη καταστροφή της χώρας την έχει η ελληνική κυβέρνηση και οι “χειρισμοί” της, όχι δηλαδή η συμμαχία διεθνών υπερτραπεζών, Γερμανίας και ΕΕ που επετέθη στη χώρα, επιβάλλοντας τελικά τη “συνταγή” του Μνημονίου, του Μεσοπρόθεσμου, της 21ης Ιουλίου και εκβιάζοντας τώρα για την τήρησή τους. Με άλλα λόγια, υποστηρίζουν, θα μπορούσε να υπάρξει μια κυβέρνηση που θα χειριζόταν καλύτερα το θέμα του μνημονίου και θα είχε καλύτερα αποτελέσματα. To προσόν αυτού του “παραμυθιού”, που, όπως και τα υπόλοιπα, στηρίζεται σε μια δόση αλήθειας για να υποστηρίξει ένα μεγάλο ψέμμα, είναι ότι απομακρύνει την ανάγκη να εξετασθεί η ουσία της πολιτικής που ασκείται στην Ελλάδα από τον Μάιο του 2010 και την οποία υποστήριξε με φανατισμό ένα ολόκληρο φάσμα πολιτικών, οικονομικών, εκδοτικών δυνάμεων, σχεδόν το σύνολο της ιθύνουσας τάξης της χώρας. Στην πραγματικότητα επιχειρείται να συσκοτισθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και να ενταθεί η σύγχυση που, αναπόφευκτα και σχεδιασμένα, συνοδεύει ένα πρόγραμμα καταστροφής του ελληνικού λαού, της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού έθνους.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση τα κάνει όλα “λάθος”, συμπεριφέρεται όπως ο πνιγμένος που πιάνεται από τα μαλλιά του και φυσικά πνίγεται, συμπαρασύροντας και το ελληνικό έθνος στον πνιγμό. Η παρούσα κυβέρνηση φέρει ιστορικές ευθύνες για την καταστροφή της χώρας και η απομάκρυνσή της από την εξουσία, όχι μόνο επιβάλλεται από τη στοιχειώδη δημοκρατική τάξη, αλλά και συνιστά όρο εθνικής επιβίωσης. Δυστυχώς όμως είναι όρος μόνο αναγκαίος, όχι ικανός, αλλοιώς το πρόβλημά μας θα ήταν πολύ εύκολο να λυθεί.
Η ουσία της πολιτικής που εφαρμόζεται στη χώρα από τον Μάιο του 2010, με ευθύνη της Γερμανίας, της Γαλλίας, της ΕΕ, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ και της ελληνικής κυβέρνησης, με την τελευταία να ενεργεί στην πράξη ως εντεταλμένο απόσπασμα διεθνών χρηματιστικών συμφερόντων, είναι η μετατροπή της Ελλάδας σε Ουγκάντα, αφού προηγουμένως της αφαιρεθούν τα όποια περιουσιακά στοιχεία και πόροι διαθέτει (και με ότι μπορεί να συνεπάγεται μια τέτοια μετατροπή, σε επίπεδο εθνικής ακεραιότητας, οικολογικής ασφάλειας, τεράστιων δημογραφικών, πολιτικών και γεωπολιτικών κινδύνων). Μπορεί να υπάρχει πιο “αποτελεσματικός” ή λιγότερο “αποτελεσματικός” τρόπος να εφαρμόσεις αυτή την πολιτική, όπως υπάρχουν πολλοί τρόποι να εκτελέσεις μια θανατική ποινή. Το τελικό αποτέλεσμα όμως δεν αλλάζει.
Αυτά δεν τα λέει μόνο ο γράφων. Ο επικεφαλής του IFO, του σημαντικότερου οικονομικού ινστιτούτου της Γερμανίας κ. Ζιν υποστηρίζει ότι η πολιτική που επιβάλλει η χώρα του στην Ελλάδα είναι ταυτόσημη με την πολιτική του Καγκελλαρίου Μπρούνινγκ το 1930 στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, συνέπεια της οποίας ήταν η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία. Τέσσερις από τους πέντε Γερμανούς “σοφούς” για την οικονομία, ανεξάρτητοι σύμβουλοι της Καγκελλαρίου, έχουν υποστηρίξει δημόσια ότι “δεν βγαίνει το πρόγραμμα”. Ο επικεφαλής της σημαντικότερης ευρωπαϊκής οικονομικής εφημερίδας, της Handelsblatt, ο Γκάμπορ Στάινγκαρτ, σε συνέντευξή του προς τον γράφοντα (Kόσμος του Επενδυτή, 11.6.2011) συνέκρινε το εφαρμοζόμενο στην Ελλάδα πρόγραμμα με το σχέδιο Μοργκεντάου, που εφήρμοσαν οι ΗΠΑ στη Γερμανία αμέσως μετά τον πόλεμο, με σκοπό την καταστροφή της γερμανικής τεχνολογίας και βιομηχανίας και την επιστροφή της χώρας στην προβιομηχανική εποχή. Ο φόβος του κομμουνισμού και της ΕΣΣΔ υποχρέωσε τότε την Ουάσιγκτον να το εγκαταλείψει, προς όφελος του Σχεδίου Μάρσαλ. Οι σημαντικότεροι οικονομολόγοι του κόσμου, οι Νιου Γιορκ Τάιμς με επανειλημμένα editorial, οι σημαντικότεροι αρθρογράφοι των Financial Times συμφωνούν με την διαπίστωση ότι το πρόγραμμα αυτό όχι μόνο δεν σώζει την Ελλάδα, αλλά την οδηγεί απευθείας στην καταστροφή.
Στα περισσότερα ζητήματα μπορεί να υπάρχουν και συνήθως υπάρχουν πολλές γνώμες. Ελάχιστα είναι τα ζητήματα που επιδέχονται μόνο μία απάντηση. ‘Eνα από αυτά είναι το Μνημόνιο και οι συνέχειές του. Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα πρόγραμμα οικονομικής κατ’ αρχήν «δολοφονίας» της Ελλάδας, του ελληνικού έθνους-κράτους.
Οι ψυχροί αριθμοί επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις. Το ελληνικό χρέος, στην αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ήταν γύρω στο 100%, ανέβηκε γύρω στο 120% τα τέλη του 2009 και εκτιμάται από το ΔΝΤ περί το 180% για τα τέλη του 2011. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν βγαίνει στις αγορές, όπως προέβλεπαν οι συντάκτες της συμφωνίας για το 2011, αλλά βυθίζεται σε βουνό χρέους που είναι αδύνατο να ξεπληρώσει. Τα ελλείμματα δεν μπορούν να περιορισθούν ενώ η ελληνική ύφεση έχει ξεπεράσει κάθε ιστορικό προηγούμενο, μετά τη γερμανική κατοχή του 1941-44. Το κοινωνικό κόστος είναι πρωτοφανές και μόνο ελάχιστο από αυτό έχει γίνει αισθητό μέχρι τώρα. ‘Ένα ήδη προβληματικό ελληνικό κράτος έχει πλήρως αποσυντεθεί. Η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στον εαυτό τους και στη χώρα τους βρίσκεται στο χειρότερο σημείο μετά τον χειμώνα του 1941-42. Ποτέ στην ιστορία της η Ελλάδα δεν είχε τόσο κακό image παγκοσμίως και ποτέ δεν ήταν διπλωματικά και στρατηγικά τόσο απομονωμένη όσο σήμερα.
Φτωχοποίηση και λεηλασία ως επιδίωξη και όχι λάθος
Το πρόγραμμα που εφαρμόζεται στην Ελλάδα δεν είναι πρωτοφανές. Το ίδιο πρόγραμμα εφαρμόστηκε, εκτός από τη Βαϊμάρη το 1930, στη Χιλή του Πινοτσέτ, στο κατοχικό Ιράκ του Πωλ Μπρέμερ, στην Αργεντινή, στη Ρωσία του Γέλτσιν. Στο βιβλίο της “Το δόγμα του Σοκ”, η Ναόμι Κλάιν παραθέτει την εμπειρία δεκάδων τέτοιων περιπτώσεων. Η ύφεση δεν είναι ένα σφάλμα, είναι το αποτέλεσμα και η επιδίωξη των προγραμμάτων αυτών, που επιχειρούν με τη μαζική υποτίμηση της αμοιβής της εργασίας, την κατάργηση κάθε προστασίας της εργασίας, τις ιδιωτικοποιήσεις αντί πινακίου φακής, τον ακρωτηριασμό του δημοσίου, των κοινωνικών και κρατικών δαπανών και των επενδύσεων, μια γιγαντιαία μεταφορά πόρων από τις κοινωνίες στις εγχώριες ολιγαρχίες και τις διεθνείς τράπεζες. Υποτίθεται ότι, με αυτόν τον τρόπο, βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητα των χωρών, στην πραγματικότητα όμως αυτό είναι αδύνατο να γίνει. Πολύ περισσότερο είναι αδύνατο να γίνει σήμερα, σε συνθήκες δημιουργίας μιας χρηματιστικής μηχανής που αποδίδει πολλαπλάσια κέρδη στην κερδοσκοπία απότι στην παραγωγική επένδυση και στο περιβάλλον μιας παγκοσμιοποίησης που πρέπει μια οικονομία να ανταγωνίζεται την Κίνα, το Βιετνάμ ή την Γκάνα.
Η κύρια ευθύνη της κυβέρνησης δεν είναι λοιπόν ότι δεν εφαρμόζει αυτό το πρόγραμμα, ή πως το κάνει, αλλά ότι το εφαρμόζει. Αφού προηγουμένως έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για να φέρει τη χώρα στην κατάσταση που βρέθηκε τον Μάιο του 2010, αποδέχθηκε αδιαμαρτύρητα και χωρίς διαπραγμάτευση το Μνημόνιο και ευχαρίστησε μάλιστα τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ για τη “βοήθειά” τους, γεγονός που τους απήλλαξε από τις δικές τους, ιστορικές ευθύνες. ‘Eκτοτε, ο λογαριασμός έρχεται όλο και πιο ακριβός για τον ελληνικό λαό, ο πλούτος της χώρας μειώνεται και φεύγει ταχύτερα στο εξωτερικό, τα προβλήματά της γίνονται όλο και πιο δυσεπίλυτα, η προοπτική μιας ανείπωτης καταστροφής όλο και πιο δύσκολο να αποφευχθεί. Ο χρόνος που περνάει δεν είναι ουδέτερος. Στερεί τη χώρα από βαθμούς ελευθερίας και διαπραγματευτικά χαρτιά. Σήμερα έχει π.χ. ακόμα ένα τεράστιο διαπραγματευτικό χαρτί, το γεγονός ότι το ελληνικό χρέος υπάγεται στο ελληνικό δίκαιο. Αν εφαρμοσθεί η απόφαση της 21ης Ιουλίου θα το χάσει. Αν προχωρήσει η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων, το ελληνικό κράτος θα αποστερηθεί των τελευταίων πολύτιμων πόρων που διαθέτει σήμερα, ακόμα και σίγουρων εσόδων αίφνης από τα λαχεία ή το «Ελευθέριος Βενιζέλος».
Γενικότερα, η χώρα εξασθενίζει πολύ γρήγορα και όταν έρθει η στιγμή μιας νέας μεγάλης διαπραγμάτευσης, ή μιας αναγκαστικής πια ρήξης με το διεθνές σύστημα, η θέση της θα είναι πολύ χειρότερη, αφού μειώνεται συνεχώς το οικονομικό της επίπεδο και μεταφέρονται διαρκώς πόροι από την Ελλάδα στις υπερτράπεζες, ενώ έχει, κατά τρόπο προδοτικό, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί διαφορετικά, αποδεχθεί διεθνώς τη θέση του ενόχου και υπευθύνου. Ο ελληνικός λαός νοιώθει τι τον περιμένει, αλλά δεν μπορεί να το πιστέψει ακόμα, στην πλειοψηφία του, είτε γιατί εκτιμά ιδιοτελώς ένα τμήμα του ότι θα γλυτώσει ή ακριβώς γιατί είναι τόσο τρομακτικό, όπως πολλοί καρκινοπαθείς κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να μην πληροφορηθούν τα δυσάρεστα νέα. O φόβος τροφοδοτεί την άρνηση και σε αυτόν ακριβώς τον μηχανισμό στηρίζεται, μεταξύ άλλων, ο μηχανισμός ψυχολογικού πολέμου που συνοδεύει το Μνημόνιο και που εισάγουν στην Ελλάδα οι μυστικοί επικοινωνιακοί σύμβουλοι της κυβέρνησης. Αφιερώσαμε αυτό το άρθρο στη διάγνωση του προβλήματος, θα χρειαστεί όμως να επανέλθουμε στο ζήτημα των δυνατών «θεραπειών».
Επίκαιρα, 06/10/2011