Με την τεχνολογία σκοτώνουν τη δημοκρατία – Η δικτατορία των εφήμερων εντυπώσεων

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Πρώτο από δύο άρθρα (Διαβάστε εδώ τη συνέχεια)

Σε ολόκληρο τον 20ό αιώνα, οι προσπάθειες να περιορισθεί ή να καταργηθεί η δημοκρατική αρχή έπαιρναν κυρίως τη μορφή αστυνομικής ή στρατιωτικής βίας, πραξικοπημάτων και δικτατοριών, κάτι που εξακολουθεί να συμβαίνει και σήμερα σε μερικές χώρες, αν και σε πολύ μειωμένο αριθμό εν σχέσει με τον προηγούμενο αιώνα. Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945, τέτοιες μέθοδοι παύουν να χρησιμοποιούνται στην αναπτυγμένη Δύση, με την εξαίρεση της Νότιας Ευρώπης, όπου παρέμειναν σε ισχύ έως το 1974-75.

Μια επιστροφή των καθαρά κατασταλτικών μεθόδων σημειώνεται πάντως στη Δύση μετά την οικονομική κρίση του 2008. Στην Ελλάδα αίφνης, οι μνημονιακές κυβερνήσεις κατήργησαν πρακτικά το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, ενώ εντονότατες διεθνείς πιέσεις ασκήθηκαν για να ακολουθήσει η χώρα την πολιτική που της επιβλήθηκε από τα έξω, σε μεγάλο βαθμό καταργώντας την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η πρωτοφανής σε έκταση και ένταση άγρια καταστολή που ασκείται στη Γαλλία εδώ και ένα χρόνο εναντίον των Κίτρινων Γιλέκων.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν παρατηρούνται και στη Δύση, όπως και σε όλο τον κόσμο, προσπάθειες περιορισμού ή και ολοσχερούς κατάργησης της δημοκρατικής αρχής, με άλλα μέσα όμως, όχι με την αστυνομία και τον στρατό. Διατηρείται μεν ο δημοκρατικός τύπος διακυβέρνησης, καταργείται όμως σταδιακά η ουσία του, μεταξύ των άλλων και η δυνατότητα των ψηφοφόρων να κάνουν ελεύθερα και ορθολογικά τις επιλογές τους. Πάντα οι οικονομικά ισχυροί χρησιμοποιούσαν την ισχύ τους για να επηρεάσουν και να παραμορφώσουν τη λαϊκή βούληση. Αυτό που τώρα έχει προστεθεί είναι οι εκπληκτικές τεχνολογικές δυνατότητες που διαθέτουν για να το κάνουν.

Όχι μόνο δεν λείπουν τα χρήματα και τα εργαλεία για κάτι τέτοιο, αλλά αυξάνονται θεαματικά κάθε χρόνο που περνάει. Αθροιστικά, υπολογίζεται ότι ξοδεύτηκαν 6,5 δισ. δολάρια με σκοπό να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των εκλογών και για τον Πρόεδρο και για το Κογκρέσο το 2016, σύμφωνα με άρθρο των Asian Times. Το ρεκόρ αυτό ξεπεράστηκε ήδη φέτος στην Ινδία, όπου δαπανήθηκαν περίπου 8,6 δισ. δολάρια στις βουλευτικές εκλογές. Προφανώς κανείς δεν θα ξόδευε τέτοια αστρονομικά ποσά, αν δεν ήξερε ότι ξοδεύοντάς τα θα τα έπαιρνε πίσω στο πολλαπλάσιο.

Η παραπλάνηση μέσω της διαφήμισης

Η διαφήμιση –όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να τη χρησιμοποιήσουν– είναι ένα ισχυρό μέσο επηρεασμού του εκλογικού σώματος. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ενημέρωση των ανθρώπων, αλλά πολύ συχνότερα χρησιμοποιείται για την παραπλάνηση τους. Στη θεωρούμενη πλέον επιτυχή διαφημιστική καμπάνια της ιστορίας, μια πασίγνωστη καπνοβιομηχανία χρησιμοποίησε καουμπόηδες, προκαλώντας μια υποσυνείδητη σύνδεση ανάμεσα στα προϊόντα της και την απόκτηση φυσικής και ιδίως σεξουαλικής Ρώμης. Οι περισσότεροι από αυτούς του καουμπόηδες πέθαναν στη συνέχεια από καρκίνο του πνεύμονα και ένας από πνευμονοπάθεια. Δύο έπαιξαν σπουδαίο ρόλο, πριν πεθάνουν, στην εκστρατεία για τη λήψη μέτρων κατά του καπνίσματος στις ΗΠΑ.

Ο γνωστότερος παγκοσμίως θεραπευτής από το κάπνισμα Allen Carr παρατήρησε στα βιβλία του ότι οι καπνοβιομηχανίες βρήκαν ακόμα και τρόπο να εκμεταλλεύονται προς όφελός τους την ίδια την αντικαπνιστική εκστρατεία! Πράγματι, κοιτάξτε ένα σημερινό πακέτο τσιγάρα. Τα δύο τρίτα του περιτυλίγματος καλύπτονται από μια εικόνα φρίκης, που δείχνει τα αποτελέσματα του τσιγάρου. Το ένα τρίτο είναι η λαμπερή εικόνα της μάρκας.

Αν η φρίκη ήταν ικανή να σταματήσει τον καπνιστή να καπνίζει θα το είχε κάνει ήδη, γιατί γνωρίζει τις συνέπειες του καπνίσματος προτού αγοράσει τα τσιγάρα. Αυτό που κάνει στο ασυνείδητο του καπνιστή είναι να τον τρομοκρατήσει. Ενστικτωδώς κάνει την παράλογη επιλογή, ταυτίζεται δηλαδή περισσότερο με τη λαμπερή μάρκα, παρά με την προειδοποίηση.

Θα ήταν πολύ επιτυχέστερη μια διαφημιστική εκστρατεία που δεν θα αντιπαρέθετε τη λαμπερή μάρκα στην φρίκη, αλλά τον υγιή στον άρρωστο άνθρωπο, παρέχοντας θετικά κίνητρα για διακοπή. Ανάλογες μεθόδους με αυτές της καπνοβιομηχανίας χρησιμοποιούν σήμερα και οι βιομηχανίες ορυκτών καυσίμων για να εκτρέψουν σε ανώδυνες για τις ίδιες ατραπούς τη συζήτηση για την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή και να αποφύγουν, όσο το δυνατόν, τη λήψη μέτρων εναντίον τους.

Η παραπλάνηση μέσω της τηλεόρασης

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος και το όλο νευρικό μας σύστημα, διαμορφωμένο υπό πολύ διαφορετικές φυσικές και κοινωνικές συνθήκες στο διάστημα δεκάδων χιλιάδων χρόνων, δεν έχει συχνά τα εργαλεία που χρειάζονται για να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες μορφές παραπλάνησης. Είναι χαρακτηριστικό το συμπέρασμα μιας μελέτης του ΜΙΤ στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το οποίο τα fake news γίνονται περισσότερο πιστευτά από τα αληθινά νέα. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική, από την άποψη αυτή, η γενίκευση της χρήσης του όρου “αφήγημα” (παραμύθι δηλαδή) στην πολιτική αργκό της εποχής μας, όπως και όρων όπως “μετα-αλήθεια” και “μετα-δημοκρατία”, κατά τη συνάντηση των ισχυρών στο Νταβός πρόπερσι.

Στη διαφήμιση ήρθε, όμως ,να προστεθεί η μαζική είσοδος της τηλεόρασης στα νοικοκυριά κατά τον 20ό αιώνα που επίσης είναι ένα ισχυρότατο δυνητικό μέσο παραπλάνησης. Η εικόνα είναι ισχυρότερη από οποιοδήποτε λογικό επιχείρημα και θεωρείται κατ’ αρχήν πιστευτή. Διαλέγοντας κάποιος τις εικόνες που θέλει να δείξει υποβάλλει το συμπέρασμα που θέλει στον τηλεθεατή, ο οποίος δεν έχει ούτε τη δυνατότητα να ελέγξει την πληροφορία, ούτε καλά καλά να αντιδράσει στον χρόνο που του προβάλλεται. Ένα καθεστώς δικτατορίας των εφήμερων εντυπώσεων δημιουργείται στον καταναλωτή, εν προκειμένω στον τηλεθεατή.

Βέβαια, καμιά φορά, ο υπερέλεγχος των ΜΜΕ μπορεί να γίνει μπούμερανγκ:

  • Πρώτον, αρχίζει να ξεγελά αυτούς που ελέγχουν την πληροφόρηση, γιατί αρχίζουν κι αυτοί να εκλαμβάνουν την προπαγάνδα τους σαν πραγματικότητα. Εξαφανίζοντας την κριτική από τη δημόσια σφαίρα, καταλήγουν να μην ξέρουν πως να την αντιμετωπίσουν.
  • Δεύτερον, γιατί μακροχρόνια η κοινή γνώμη στομώνει κι αρχίζει να αμφισβητεί τα πάντα.

Πρόσφατα, στη Γαλλία έπεσε στα Κίτρινα Γιλέκα η πρόταση να αφιερώσουν το 40ό Σάββατο των διαδηλώσεών τους, στις 17 Αυγούστου, στο θέμα του Χονγκ Κονγκ. Η πρόταση δεν βρήκε απήχηση και ένα βασικό επιχείρημα με το οποίο οι περισσότεροι την απέρριψαν ήταν το εξής: «Δεν ξέρουμε πολύ καλά τι γίνεται στον Χονκ Κονγκ, αφού όμως οι κύριες τηλεοράσεις και εφημερίδες έχουν πάρει το μέρος των διαδηλωτών κάποιο λάκκο έχει η φάβα!»

Δημοσιεύτηκε στο slpress.gr