Ένας δρόμος που είναι ο δρόμος μας: Η έκθεση του Κυριάκου Κατζουράκη στο ΜΙΕΤ.

Γράφει ο Γιάγκος Ανδρεάδης
30/4/2019

Τι μπορεί να είναι μια τέχνη για τον λαό; Τι μπορεί να είναι μια απελευθερωτική τέχνη; Με τον Κυριάκο Κατζουράκη έχουμε κατά καιρούς συζητήσει τι μπορεί να είναι μια τέχνη που με τα έργα της να απαντά σε τέτοια ερωτήματα. Σήμερα, που με ευκαιρία της έκθεσής του στο ΜΙΕΤ ανατρέχω στο έργο του και στα γραπτά του που ως έργα και αυτά και όχι ως σχόλια το συνοδεύουν, πιστεύω ότι θα συμφωνούσε μαζί μου ότι δεν μπορεί να είναι μια τέχνη υποβαθμισμένη αισθητικά, μια τέχνη με εκπτώσεις. Εννοείται ότι το καλύτερο κοινό της τέχνης είναι το αφελές. Αλλά αυτό δεν θα πει ότι πρόκειται για ένα κοινό βάναυσο, χυδαίο, ακαλλιέργητο. Ο λαός δεν είναι η ανερμάτιστη μάζα. Ο λαός είναι λαός όσο έχει μνήμη, ταυτότητα, κώδικες. Ο θεατής της τραγωδίας πρέπει να την πλησιάζει με αφέλεια. Απλά. Αλλά αφελής δεν είναι αυτός που στερείται παιδείας, αλλά αυτός που κατορθώνει να την ξεχνά κάθε φορά μπροστά στο αναπάντεχο θάμβος που γεννά το έργο. Σε αυτό το κοινό απευθύνεται ο Κυριάκος Κατζουράκης, όταν ζωγραφίζει με ταινίες και θεατρικές παραστάσεις και όταν σκηνοθετεί πίνακες. Σε αυτόν που ταπεινώνεται μπροστά στο έργο, όχι από κόμπελξ αλλά για να το κατακτήσει, ακόμα και για να το κλέψει δημιουργικά -και όχι στον πληροφορημένο ξερόλα που ζαλίζει όποιον αντέχει να τον ακούσει με τα στερεότυπα που κουβαλάει. Γι αυτό ο τρόπος με τον οποίο θέλω να βλέπω, να αγγίζω οπτικά, και σχεδόν απτικά, τα έργα του είναι μέσα από αυτή την αναγέννηση της απελευθερωτικής αφέλειας που γεννά το θάμβος. Θα προσθέσω όμως ακόμη κάτι. Έχει γράψει ότι πριν ζωγραφίσει έναν πίνακα κάθεται ώρες και τον κοιτάει πριν τον αγγίξει για να απαλλαγεί από τις όποιες, οσοδήποτε σωστές του, έτοιμες ιδέες. Αυτό σημαίνει ότι και αυτός, ως ζωγράφος, επιζητεί να κατακτήσει μια επαφή με το ευλογημένο «σημείο μηδέν της γραφής», από όπου ο καλλιτέχνης έχοντας κατακτήσει την απόλυτη αφέλεια κερδίζει την έμπνευση.

Όταν βλέπω ένα ζωγραφικό έργο του Κατζουράκη, στο ατελιέ του, σε μια έκθεση, σε μια έκδοση, οδηγός μου προσπαθώ να είναι αυτή η ζωογόνα άγνοια. Πάρτε για παράδειγμα της αναφορές του στον Πικάσο και στους άλλους φάρους που φωτίζουν το ταξίδι του. Τα σπαράγματα της Γκερνίκα και των άλλων έργων είναι εκεί. Όχι σπαράγματα, αλλά σηματοδότες, περιγράμματα ενός ζωγραφικού/σκηνικού χώρου όπου ξετυλίγεται το ταξίδι του. Ο ταύρος του Πικάσο, με ψυχρά ή με ζεστά χρώματα είναι εκεί. Οι άλλες μορφές των σηματωρών – για να θυμηθώ τον Ελύτη του Άξιον Εστί – είναι εκεί, όχι τόσο αναφορές όσο ζωντανά μέλη του σώματος που είναι του συνολικού έργου τέχνης (όπου μετέχει το κάθε τι που υπάρχει στον πίνακα). Δεν είναι ανάγκη να ξέρουμε τον Έλ ΛΙσίτσκι, τον Κίτατζ, τον Μπέικον, για να χαρούμε το κόκκινο τρίγωνο, τον σπαραγμό και το κάλεσμα αυτού του γυμνού, προσωπείο που μορφάζει σε μια γωνιά. Η ζωγραφική, ζωντανή, συνταρακτική, ερμηνεύσιμη χωρίς μεσάζοντες. Αλλά μέσα στον χώρο που οριοθετούν τα ορόσημα αυτά ταξιδεύουν οι άλλες μορφές που φέρουν άμεσα την καλλιτεχνική σφραγίδα του Κατζουράκη. Τα γυμνά και τα ντυμένα του κορμιά, θελκτικά και βασανισμένα, αγγιγμένα με αγάπη ακόμα και όταν είναι κατασπαραγμένα. Ο Κατζουράκης ταξιδεύει μέσα στον πόνο αιώνων, παραδίδεται άνευ όρων σε αυτό που εννοεί ως παράδοση για να την κατακτήσει. Ταξιδεύουμε μαζί του εμείς, ο καημός, η επιθυμία, η μνήμη μας, αν μπορούμε να ανακτήσουμε ή να εφεύρουμε μέσα από την συγκίνηση την σοφή αφέλεια του παιδιού/θεατή.

Δυο σημειώσεις εδώ. Πρώτον: Για ποια παράδοση μιλάμε; Την Ελληνική, την διεθνή, την παγκόσμια; Την λόγια ή «δόκιμη» ή την λαϊκή; Με κίνδυνο να φανώ σε κάποιους επιστημολογικά απληροφόρητος- πράγμα που με πειράζει ελάχιστα- θα επιμείνω ότι παράδοση είναι ότι είναι γραμμένο στο κορμί, στην ψυχή, στο νου μας. Έχω βρει στοιχεία τελετουργιών μας στην Κάτω Ιταλία, στην Αφρική, στην Ινδία και στην Νότια Αμερική. Χορούς και ήχους μας στα Βαλκάνια. Αφηγήσεις λόγιων δασκάλων μέσα σε ηρωικές παραστάσεις του Καραγκιόζη. Ξέρω ότι υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα, διαφορές, χάσματα, ρωγμές, συναντήσεις, μετακινήσεις. Αλλά εγώ θεωρώ τον Αισχύλο και τον Σαίξπηρ, τον Μότσαρτ και τον Βαμβακάρη παράδοσή μου και, για να με συγχωρήσουν όσοι δηλώνουν ειδικοί, θα αντέξω να ξαπλώσουν αυτά τα έργα που λατρεύω στο ανατομικό τραπέζι της σκυθρωπής μεθοδολογίας τους.

Και δεύτερον: Τι εννοώ όταν λέω ότι ο Κατζουράκης σκηνοθετεί πίνακες; Εννοώ ότι και πάλι αφήνεται να κολυμπήσει, μέσα στο μεγάλο ποτάμι της γλυπτικής και της ζωγραφικής. Κοιτάξτε για μια στιγμή τον Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου. Δεν είναι μόνος του και δεν είναι ακίνητος. Προσέξτε το χέρι του που σχεδόν κρυμμένο σφίγγει την σφεντόνα. Αυτό που πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε είναι το υπαρκτό αόρατο: Όχι μόνον την σφεντόνα, αλλά και την πέτρα που, όπου να ‘ναι θα φύγει από την σφεντόνα και το τεράστιο κορμί του Φιλισταίου Γολιάθ που θα δεχτεί κατακέφαλα την πέτρα και θα σωριαστεί. Όλη την δυναμική που έκρυβε η καλύτερη πλευρά της Αναγέννησης. Σε πίνακες, πολλούς, του Κατζουράκη, ακόμη και πίνακες που δείχνουν έναν αδειανό χώρο, εγκυμονείται μια σκηνική δράση. Με άλλα λόγια, ο Κατζουράκης θα ήταν σκηνοθέτης ακόμα και αν δεν είχε γυρίσει τον Δρόμο προς την Δύση, τις Μικρές εξεγέρσεις και το Ουσάκ.

Παραδομένος μέσα στην παράδοση για να την υπερβεί γόνιμα. Έτσι θέλω να τον βλέπω, όπως έβλεπε τον εαυτό του ο Σολωμός. Δάσκαλος ο ίδιος, πιστός στους δασκάλους για να τους προδώσει, δηλαδή να τους χαρίσει νέα ζωή μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά κάθε στιγμή. Οδοιπόρος που δεν μπορεί να έχει δρόμο παρά μόνον όσο αντέχει να ανοίγει τον δρόμο του. Έναν δρόμο που είναι και ο δικός μας.


‘Έκθεση Κυριάκου Κατζουράκη: Αναφορά στην Γκουέρνικα
στο Μέγαρο Εϋνάρδου, Αγίου Κωνσταντίνου 20 & Μενάνδρου
Διάρκεια έκθεσης: 7 Μαΐου έως 27 Ιουλίου 2019

Ωράριο λειτουργίας: Τρίτη έως Παρασκευή 12:00 – 18:00,
Σάββατο 11:00 – 17:00
Πληροφορίες: 2103234267, 2105223101 (ώρες λειτουργίας της έκθεσης)
Το Σάββατο 1, 8, 15 & 29 Ιουνίου, στις 12:00 ο καλλιτέχνης θα πραγματοποιεί ξεναγήσεις στον χώρο της έκθεσης

Προβολές της ταινίας USSAK θα πραγματοποιηθούν στον χώρο της έκθεσης τις εξής ημέρες και ώρες:
Παρασκευή 7 Ιουνίου, 18.00 – 20.00
Πέμπτη 27 Ιουνίου, 18.00 – 20.00 


«Αναφορά στη Γκουέρνικα»

Τα τελευταία πέντε χρόνια (μετά την αναδρομική μου έκθεση στο μουσείο Μπενάκη το 2013), αποφάσισα να επεξεργαστώ με όλα τα μέσα που διέθετα, ζωγραφική, σινεμά, γράψιμο, τη φόρμα ενός «συνολικού έργου». Μιά «ενότητα της ποικιλίας» που θα περιέχει, όσο μπορώ πιο σφαιρικά, την αντίληψή μου για το κοινωνικό / ψυχικό τοπίο τα τελευταία 10 χρόνια.

Το αποτέλεσμα αυτής της εργασίας είναι τα 50 έργα με τον τίτλο  «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ GUERNICA» και η ταινία USSAK. Στην πραγματικότητα είναι δυο παράλληλες εργασίες που συγκλίνουν στο στόχο τους.

Το εγχείρημα αυτό το έχω κάνει άλλη μια φορά (1999- 2003) «Ο Δρόμος Προς Τη Δύση»: παράλληλη εργασία κινηματογράφου και ζωγραφικής σε ένα διάστημα τεσσάρων ετών με θέμα το – ανερχόμενο τότε – προσφυγικό. Το αποτέλεσμα ήταν επίσης ένα φιλμ και μια σειρά μεγάλων έργων ζωγραφικής.

Τα έργα είναι τοποθετημένα σε ενότητες με αισθητική σχέση και όχι χρονολογικά. Το τρίπτυχο «GUERNICA θα ήθελα να είναι το πρώτο που αντικρύζει κάποιος που μπαίνει στην έκθεση όχι μόνο επειδή έγινε η αφορμή να αρχίσει ο διάλογος με τη θεματική των άλλων έργων της έκθεσης, αλλά γιατί πλησιάζει περισσότερο στη φόρμα του «συνολικού έργου» και προσομοιάζει με την αντίστοιχη επιθυμία μου στην ταινία USSAK.

Γενικά, δε βρίσκω σωστό και χρήσιμο να εξηγώ σύμβολα και αναφορές που είναι ήδη ζωγραφισμένα, άρα μετουσιωμένα σε κάτι άλλο. Και βρίσκω πιο χρήσιμο να ανακαλύπτει κάποιος με τα δικά του κριτήρια και τις δικές του αναφορές, τον ζωγραφικό κόσμο που βλέπει.

Φυσικά έχω τεράστια περιέργεια για το τι αισθάνεται ο θεατής μπροστά στα έργα μου, αλλά είναι υποχρέωσή μου να σέβομαι τον δικό του εσωτερικό χώρο.

Η επαφή με ένα έργο τέχνης δεν είναι στιγμιαία, είναι μέρος του εσωτερικού πλούτου μας που χρειάζεται «καλή τροφή», που μας ελευθερώνει από τη σκλαβιά μιας μονοδιάστατης εικόνας του κόσμου. Όλοι έχουμε μέσα μας μια κρυμμένη ποιητική πλευρά που όταν την φροντίζουμε, μας φροντίζει.

Από την αρχή που ξεκίνησα τη σειρά «GUERNICA», μελετούσα τη σχέση του Κυβισμού με τους καλλιτέχνες της Ρώσικης Πρωτοπορίας: Ελ Λισσίτσκυ, Καζιμίρ Μάλεβιτς, Τάτλιν, Ροτσένκο, Πόποβα. Μελετούσα τη χρήση των συμβόλων τους και τη σχέση τους με την κοινωνική επανάσταση του 17. Δεν είχα στόχο να επαναλάβω τη χρήση τους, πρώτα γιατί οι κοινωνικές συνθήκες είναι τελείως διαφορετικές, κυρίως όμως γιατί με ενδιέφερε περισσότερο η «επαναπροσέγγιση» δικών μου επιθυμιών των πρώτων σπουδαστικών μου χρόνων (1963 – 1968 στην ΑΣΚΤ), τότε που πρωτοαντίκρυζα την βιαιότητα της κυβιστικής ζωγραφικής και με μπέρδευε, με αναστάτωνε, με γέμιζε αντιφάσεις αλλά και σεβασμό στο θάρρος των κυβιστών. Τα πιο σημαντικά πράγματα που ανακάλυψα τότε στο εργαστήρι του Μόραλη ήταν η σχέση του Κυβισμού με τους Σουρεαλιστές, ο μοντερνισμός του Θεόφιλου, ο διεθνισμός της Ελληνικότητας και η δύναμη της ζωγραφικής όταν επιτίθεται στο φαίνεσθαι.

Κ. Κατζουράκης, Μάϊος 2019