ΗΠΑ και Ρωσία σε κρίσιμο σταυροδρόμι

Τα παιχνίδια του Μπλίνκεν, του Σόρος και του Νετανιάχου.

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Είχαμε γράψει το άρθρο που ακολουθεί όταν διαβάσαμε τις απερίγραπτες δηλώσεις για τη Ρωσία και την Ουκρανία του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν. Αν η Ουάσιγκτον πάει με αυτές τις θέσεις στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης με τους Ρώσους, τότε αυτές δεν έχουν και πολύ νόημα. Ελπίζουμε ότι αυτές δεν είναι πάντως οι τελικές θέσεις του προέδρου Μπάιντεν, προς τον οποίο ο υπουργός του των Εξωτερικών ενίοτε μοιάζει να κάνει αντιπολίτευση. (Το ίδιο συμβαίνει και στη Γερμανία με την θεωρητικώς Πράσινη, στην πράξη κατάμαυρη υπουργό Εξωτερικών, που νομίζει ότι μπορεί να σώσει το φυσικό περιβάλλον της ανθρωπότητας εν μέσω κλιμακούμενων ψυχρών πολέμων που απειλούν να γίνουν θερμοί και πυρηνικοί)

Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών ανήκει, όπως και η συντριπτική πλειοψηφία του διπλωματικού, κρατικού και πολιτικού προσωπικού της χώρας του, στην κατηγορία των «νέο-Βουρβώνων» που «τίποτα δεν έμαθαν και τίποτα δεν ξέχασαν». Με την αλαζονική πολιτική τους ανάγκασαν στην κυριολεξία την καθόλου πρόθυμη να το κάνει Ρωσία του Πούτιν να στραφεί εναντίον τους και να προσεγγίσει την Κίνα. Ο κ. Μπλίνκεν σημειωτέον έχει ρίζες από Ουκρανούς Εβραίους, παραδόξως όμως οι συνεργασίες του Κιέβου με τους νεο-ναζί και η απότιση τιμής στα SS δεν φαίνεται να τον ενοχλούν υπέρμετρα. Στο παρελθόν ο Μπλίνκεν υποστήριξε ενεργά την εισβολή στο Ιράκ, την καταστροφή της Λιβύης, την αποστολή όπλων στους Σύρους αντάρτες και τον πόλεμο της Σαουδικής Αραβίας που κατέληξε γενοκτονία του λαού της Υεμένης, δηλαδή όλες τις αμερικανικές επεμβάσεις στη Μέση Ανατολή που δικαιολογήθηκαν με κραυγαλέα ψέματα και οδήγησαν σε ανείπωτες καταστροφές μια ολόκληρη περιοχή του κόσμου, αλλά και την ίδια την αμερικανική εξωτερική πολιτική και το παγκόσμιο κύρος της Ουάσιγκτον.

Μάλιστα, ο Μπλίνκεν είχε προσπαθήσει (χωρίς όμως επιτυχία) να εφαρμόσει τις ιδέες του Ισραηλινού εξτρεμιστή στρατηγιστή Οντέντ Γινόν, τριχοτομώντας το Ιράκ. Διερωτάται κανείς γιατί δεν τις εφαρμόζει στο Ντονμπάς και την Κριμαία, όπου, αν ισχύσουν, θα λύσουν σε μεγάλο βαθμό και το πρόβλημα με την Ουκρανία. Τι δουλειά έχουν οι Ρώσοι των περιοχών αυτών να ανήκουν στην Ουκρανία; Και αν εν πάση περιπτώσει έχουν, γιατί δεν ζητάει η Ουάσιγκτον την επιστροφή των Αλβανοκοσοβάρων υπό σερβική κυριαρχία. Μήπως ήρθε η ώρα να σοβαρευτούμε όλοι προτού τινάξουμε τον πλανήτη στον αέρα;

Δυστυχώς αυτή η γενιά πολιτικών έχει ένα τεράστιο πρόβλημα. Έχει ανδρωθεί στο πολύ ειδικό περιβάλλον που δημιούργησαν οι θρίαμβοι που δεν κέρδισαν οι ίδιοι, αλλά τους πρόσφεραν στο πιάτο οι Σοβιετικοί και εν συνεχεία οι Ρώσοι. Νομίζει ότι κάθε μέρα είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς και θα έρχεται κάποιος Άγιος Βασίλης να τους κάνει δώρα.

Επιπλέον έχουν οι ίδιοι εγκλωβιστεί σε γελοίες απόψεις, όπως ότι υπάρχει δήθεν κίνδυνος ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ή την υπόλοιπη Ευρώπη. Για ποιο λόγο να κάνει κάτι τέτοιο η Ρωσία, που με δική της πρωτοβουλία αποχώρησε από την Ανατολική Ευρώπη αλλά και τις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες; Για να κερδίσει τι θα διακινδυνεύει μια παγκόσμια πυρηνική αναμέτρηση; Ευτυχώς που υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι στην Ουάσιγκτον, όπως ο αρχηγός της CIA Ουίλιαμ Μπερνς που έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι η υπηρεσία του, αντίθετα με ότι γράφει η Washington Post, δεν έχει εκτιμήσει ότι ο πρόεδρος Πούτιν έχει αποφασίσει να εισβάλει στην Ουκρανία. Μόνο που οι αναγνώστες της αμερικανικής εφημερίδας δεν μπορούν να το μάθουν. Δεν πάει να διαψεύδει ο Μπερνς, εκείνοι τα ίδια διαβάζουν στο σάιτ της εφημερίδας.

Είναι ενθαρρυντικό πάντως ότι ο Μπάιντεν δεν έκανε με τους Ουκρανούς αυτό που έκαναν ορισμένοι το 1956 με τους Ούγγρους, να τους διαβεβαιώσουν δηλαδή ότι θα τους στηρίξουν αν φύγουν από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, γεγονός που προκάλεσε την εξέγερσή τους. Ξεπερνώντας τις κόκκινες γραμμές του Χρουστσώφ, προκάλεσαν σοβιετική εισβολή που κατέφερε σοβαρότατο πλήγμα και στο πείραμα αποσταλινοποίησης-εκδημοκρατισμού της ΕΣΣΔ και στο πολύ μεγάλο ακόμα κύρος της στη Δυτική Ευρώπη.

Τώρα ο Μπάιντεν, κάνοντας λόγο για φοβερές οικονομικές κυρώσεις σε περίπτωση ρωσικής «εισβολής» στην Ουκρανία, εξήγησε εμμέσως πλην σαφώς στον Ουκρανό πρόεδρο Ζελένσκι ότι αν κάνει καμιά κουταμάρα στο Ντονμπάς, απειλώντας την ασφάλεια του ρωσικού πληθυσμού και προκαλώντας ρωσική επέμβαση, τότε οι ΗΠΑ δεν θα επέμβουν στρατιωτικά για να τον σώσουν. Το πρόβλημα βεβαίως είναι ότι ο κ. Ζελένσκι δεν αποφασίζει ο ίδιος και ένας Θεός ξέρει ποιος τον βάζει κάθε φορά να κάνει τα όσα κάνει.

Μια μεγάλη δυσκολία για τον Μπάιντεν, που αναμφισβήτητα έχει κάνει λίγα μεν, αλλά περισσότερα βήματα προς την ειρήνη από οποιονδήποτε άλλο Αμερικανό πρόεδρο τα τελευταία πενήντα χρόνια, είναι η εξής: Στη Μέση Ανατολή και η ομάδα Σόρος και όσοι ακολουθούσαν τις ιδέες Μπρεζίνσκι είναι εναντίον των πολεμικών σχεδίων του παγκόσμιου Κόμματος της Άκρας Δεξιάς, του Πολέμου και του Φασιμού (Πομπέο, Τραμπ, Μπάνον, Νετανιάχου κλπ.). Στην περίπτωση της Ουκρανίας όμως, έχουμε σύγκλιση της ομάδας Σόρος και της ομάδας Νετανιάχου κατά της Ρωσίας, η πρώτη το φωνάζει, η δεύτερη παριστάνει τον φίλο της Ρωσίας, αλλά επεμβαίνει δυναμικά εναντίον της ήδη από το 2008 σε όλη την πρώην ΕΣΣΔ, περιλαμβανομένου του Καυκάσου και της Ουκρανίας. Οι δυνάμεις που ευνοούν μια επιθετική πολιτική απέναντι στη Ρωσία είναι συνολικά πολύ ισχυρότερες από τις δυνάμεις που ευνοούν μια επιθετική πολιτική απέναντι στο Ιράν. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν δύο ερευνητές του Ατλαντικού Συμβουλίου προσπάθησαν να διαμορφώσουν κάποιες ιδέες εναλλακτικής προσέγγισης της Μόσχας, κόντεψαν να τους φάνε και να τους πετάξουν εκτός Συμβουλίου.

Το γεγονός μαρτυρά βέβαια και έναν εξαιρετικά επικίνδυνο και σοβαρό εκφυλισμό του δυτικού πολιτικού προσωπικού (που είναι και εξαιρετικά αμόρφωτο πλέον, δεν γνωρίζει τα στοιχειώδη της ευρωπαϊκής ιστορίας, όπως και οι δυτικοί δημοσιογράφοι, αλλιώς θα ήταν αδύνατο να γράφουν τόσες σαχλαμάρες για τη Ρωσία), γιατί στην πραγματικότητα οι κίνδυνοι από μια επιθετική πολιτική απέναντι στη Ρωσία, δηλαδή ο κίνδυνος ενός παγκόσμιου πυρηνικού πολέμου, είναι πολύ σοβαρότεροι και από τους ήδη πολύ μεγάλους κινδύνους που εμπεριέχει μια πιθανή κλιμάκωση στη Μέση Ανατολή.

Η σημασία των συνομιλιών της Γενεύης

Οι συνομιλίες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους με τη Ρωσία είναι σημαντικότερες και από το ήδη πολύ σημαντικό αντικείμενό τους. Διεξάγονται σε μια πολύ κρίσιμη συγκυρία παγκοσμίως, που μπορεί να εξελιχθεί είτε προς την όξυνση ενός ήδη καταστροφικού ψυχρού πολέμου, δυνάμενου να εξελιχθεί σε θερμό, (όπου δεν θα υπάρχει λόγος να συζητάμε καν, θα πρόκειται για καταστροφή της ανθρωπότητας), είτε προς μια εκτόνωση της έντασης και την εγκαθίδρυση μιας διαδικασίας φρεναρίσματος, ελέγχου της έντασης μεταξύ των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων και, εν συνεχεία, εγκατάστασης μιας θετικής δυναμικής βελτίωσης των σχέσεων.

Το προς τα πού θα κινηθούν οι αμερικανορωσικές (και ευρωρωσικές) σχέσεις θα έχει πολύ μεγάλη επιρροή και σε όλα τα άλλα μέτωπα του κόσμου μας. Θα επηρεάσει πάρα πολύ και τον συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις στο κέντρο του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή την ομάδα γύρω από τον Μπάιντεν, αφενός και αφετέρου το κόμμα του Φασισμού και του Πολέμου, δηλαδή το κόμμα του Τραμπ, του Νετανιάχου, του Μόντι, του Μπολσονάρου, τυχόν επικράτηση του οποίου στις ΗΠΑ και στην ευρεία Δύση, θα αυξήσει κατακόρυφα τις πιθανότητες παγκόσμιας καταστροφής. (Όταν αναφερόμαστε στον Φασισμό δεν εννοούμε ασφαλώς τη μηχανική επανάληψη του χιτλερικού και μουσολινικού παραδείγματος του μεσοπολέμου, αλλά ένα φαινόμενο με αρκετές διαφορές ασφαλώς, που όμως έρχεται να επιτελέσει την ίδια ιστορική λειτουργία: Να οικειοποιηθεί την δικαιολογημένη εξέγερση εναντίον του κατεστημένου και να την βάλει εντέχνως στην υπηρεσία των πιο εξτρεμιστικών τάσεων του ίδιου του κατεστημένου. Εξ ού και τέτοια ρεύματα είναι αναγκασμένα να στηριχτούν βαθιά στην πολιτική απάτη).

Για αυτό και οι αμερικανορωσικές συνομιλίες πρέπει να τελειώσουν μόνο με νικητές και χωρίς ηττημένους.

Ο κόσμος μετά το 1945

Στον κόσμο μετά το 1945 δεν υπάρχει δυνατότητα να κερδηθεί παγκόσμια σύρραξη, δεν μπορεί να επαναληφθεί δηλαδή το παράδειγμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με το οποίο η ανθρωπότητα και πρώτα από όλα η Σοβιετική Ένωση νίκησε τον ναζισμό.

Στον κόσμο μετά το 1945 είναι πολυτέλεια ακόμα και ο Ψυχρός Πόλεμος, γιατί οι πρωτοφανείς στην ιστορία υπαρξιακές απειλές που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, όχι μόνο οι πυρηνικές, αλλά επίσης η κλιματική αλλαγή, οι βιολογικές απειλές, οι προκλήσεις από την τεχνητή νοημοσύνη και την κατάρρευση της βιοποικιλότητας και ένα σωρό άλλες απαιτούν για την αντιμετώπισή τους πολύ αυξημένη παγκόσμια συνεργασία.

Μετά το 1945, η ανθρωπότητα δεν έχει πλέον τη δυνατότητα που απέκτησε και άσκησε σε όλη την (ελπίζουμε) «προϊστορία» της, από τη Νεολιθική Επανάσταση δηλαδή μέχρι σήμερα, τη δυνατότητα να παίζει διαρκή παιχνίδια κυριαρχίας του ενός επί του άλλου. Το θέμα όμως είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες στον πλανήτη το καταλαβαίνουν σήμερα αυτό λιγότερο ακόμα και από όσο το καταλάβαιναν πριν από 6ο χρόνια, όταν ο Κένεντι και ο Χρουστσώφ είχαν το θάρρος να μας σώσουν από την καταστροφή, στη διάρκεια της κρίσης της Κούβας, ο ένας πληρώνοντάς το πιθανώς με τη ζωή του, ο άλλος πιθανώς με τη δουλειά του.

Στρατιωτικοί, Κράτη και Παγκόσμιο Χρήμα

Τότε οι στρατιωτικοί ήταν έτοιμοι να ρίξουν τη Βόμβα και τους συγκράτησαν οι πολιτικοί και η πίεση της κοινής γνώμης. Τώρα η κοινή γνώμη έχει λησμονήσει τους τρομακτικούς κινδύνους των πυρηνικών όπλων και οι πολιτικοί σε όλο τον κόσμο προτιμάνε να ασχολούνται με «τρέχοντα προβλήματα», αντί να ψάχνουν δύσκολες, οδυνηρές λύσεις για κορυφαία ζητήματα της ανθρωπότητας, όπως οι κίνδυνοι από τα πυρηνικά όπλα αλλά και τη (μαύρη και όχι πράσινη) πυρηνική ενέργεια, την κλιματική αλλαγή κ.ο.κ.

Σήμερα, αντίθετα, οι στρατιωτικοί είναι το τμήμα εκείνο των παγκόσμιων ελίτ, που έχει μεγαλύτερη συνείδηση των ρίσκων και περισσότερη σοβαρότητα στον τρόπο που αντιμετωπίζει τα προβλήματα. Ίσως γιατί οι στρατιωτικοί συνδέονται περισσότερο με τις κοινωνίες και με τις ιστορικές ρίζες των κρατών που δημιούργησαν οι αστικοδημοκρατικές (Αγγλική, Αμερικανική, Γαλλική κλπ.) και οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις (Ρωσική, Κινεζική κλπ.) που τις διαδέχθηκαν και με τον ιστορικό ορθολογισμό που τις διείπε, οπότε είναι αντίθετοι με την παγκόσμια κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου ακόμα και επί των ισχυρότερων κρατών («παγκοσμιοποίηση»).

Το είδαμε αυτό όταν οι Αμερικανοί στρατιωτικοί φρέναραν τον οίστρο των νεοσυντηρητικών και ιδιαίτερα του προέδρου Τραμπ όταν σχεδίαζε τους βομβαρδισμούς της Συρίας ή απειλούσε τη Βόρειο Κορέα. Αντίθετα, οι όλο και πιο ψυχιατρικές περιπτώσεις πολιτικών, που διορίζει στις θέσεις τους ένα χρηματιστικό κεφάλαιο με ελάχιστη πια σχέση με την παραγωγή και την κοινωνία, δεν καταλαβαίνουν ούτε σε πιο κόσμο ζουν, ούτε για τι θέματα μιλάνε.

Μετά το τέλος της μονοκρατορίας

Το 1990 το πρόβλημα της ανθρωπότητας ήταν η μονοπωλιακή συγκέντρωση ισχύος στα χέρια του παγκόσμιου Χρηματιστικού Κεφαλαίου και των ΗΠΑ. Οι ηρωϊκές αντιστάσεις των λαών, ιδίως των Σέρβων αρχικά και στη συνέχεια, κατεξοχήν, των λαών του αραβομουσουλμανικού κόσμου, στους οποίους η ανθρωπότητα χρωστάει ότι αυτοί πρώτοι, με το αίμα τους και τις ανείπωτες καταστροφές που υπέστησαν, σταμάτησαν την προέλαση της Αυτοκρατορίας των Βαρβάρων, της Δύσης δηλαδή, στο Ιράκ, στον Λίβανο, στο Αφγανιστάν, στη Συρία, στην Υεμένη κλπ., η εν συνεχεία επάνοδος της Ρωσίας στη διεθνή σκηνή και η θεαματική άνοδος της Κίνας έλυσαν αυτό το πρόβλημα. Δημιούργησαν δηλαδή ένα αντίρροπο δέος που απαγορεύει την πραγματοποίηση του δυτικού ολοκληρωτικού ονείρου του 1990, για ανεμπόδιστη παγκόσμια κυριαρχία, μία δικτατορία πάνω σε όλους μας.

Σήμερα το πρόβλημα δεν είναι αυτό του 1990, αλλά το πως θα πάμε από την τωρινή, εξαιρετικά τεταμένη κατάσταση πραγμάτων, σε μια κατάσταση συνεργασίας, χωρίς να αισθανθεί καμία από τις πλευρές ότι χάνει. Γιατί γνωρίζουμε που οδηγούν λύσεις τύπου Βερσαλλιών. Και αυτό απαιτεί πολύ υψηλή τέχνη και από τον Τζο Μπάιντεν και από τον Βλαντίμιρ Πούτιν, και από τον Σι Τζινπίνγκ και από την ηγεσία του Ιράν.

Το επαναλαμβάνουμε: Πρέπει να οδηγηθούμε σε άλλο παγκόσμιο μοντέλο κατανομής ισχύος και αποφάσεων χωρίς να πληγεί καμία δύναμη, και καμία δύναμη να μη νοιώσει την ανάγκη να προσφύγει πάλι σε διαβήματα τύπου Χίτλερ και Μουσολίνι.

Σημειωτέον ότι, το τι θα συμβεί στις συνομιλίες Αμερικανών και Ρώσων, όχι τόσο το συγκεκριμένο αποτέλεσμά τους, όσο η δυναμική που θα εγκαταστήσουν, θα επηρεάσει αναπόφευκτα και τα άλλα δύο μέτωπα όπου η κατάσταση ταλαντεύεται διαρκώς, επί χρόνια. μεταξύ πολέμου και ειρήνης.

Θα επηρεάσει δηλαδή το μέτωπο της Μέσης Ανατολής, όπου οι Ισραηλινοί εξτρεμιστές τυχοδιώκτες της «στρατηγικής του Χάους» επιδιώκουν πάντα έναν πόλεμο κατά του Ιράν – πόλεμο που δύσκολα κανείς φαντάζεται να μένει συμβατικός. Θα επηρεάσει αναπόφευκτα και το μέτωπο των σινοαμερικανικών σχέσεων.

Αν οι σχέσεις ΗΠΑ και Ρωσίας γνωρίσουν περαιτέρω επιδείνωση, ακόμα και αν καταφέρουμε να αποφύγουμε τελικά καταστροφικό για όλη την ανθρωπότητα πόλεμο (κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται καθόλου βέβαιο) μια τέτοια επιδείνωση μπορεί να έχει πολύ άσχημη επίπτωση σε στιγμή που η ανθρωπότητα μοιάζει να «παίζει τα ρέστα» της, απειλούμενη ακόμη και με αφανισμό μεσοπρόθεσμα. Είναι σήμερα τόσο σοβαρά τα προβλήματα που απαιτούν την τάχιστη αποκλιμάκωση των Ψυχρών Πολέμων με τη Ρωσία και την Κίνα και το πάγωμα όλων των πολέμων στη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Παίζουμε ήδη, εδώ και πολύ καιρό, εν ου παικτοίς.

Είναι αλήθεια ότι η Δύση δεν φαίνεται να έχει σήμερα τα μέσα να κυριαρχήσει σε όλη την ανθρωπότητα, όπως πίστεψε ότι θα καταφέρει πριν από τριάντα χρόνια. Έχει όμως τα μέσα να μας πάρει όλους μαζί της σε μια απελπισμένη προσπάθεια να διατηρήσει την κυριαρχία της.

Όσο για την φανταστική οικονομική και τεχνολογική άνοδο της Κίνας, καταλαβαίνει κανείς την περηφάνεια που νοιώθει αυτό το αρχαίο έθνος και ο μεγάλος πολιτισμός, που μόλις πριν 70 χρόνια κατάφερε να τερματίσει τον Αιώνα της Ταπείνωσης με τη μεγάλη Επανάσταση του Μάο, που όλο τον Εικοστό Αιώνα το βασικό του πρόβλημα ήταν η κούπα με το ρύζι, όταν σήμερα έφτασε να ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις την αμερικανική υπερδύναμη και έχει ήδη ένα μεγαλύτερο ΑΕΠ.

Καταλαβαίνει κανείς επίσης την περηφάνεια των αξιωματικών του Κόκκινου Στρατού (του στρατού που νίκησε τον Χίτλερ) γιατί η Ρωσία, αφού γνώρισε την ταπείνωση των βετεράνων της που πουλούσαν στις λαϊκές αγορές τα μετάλλια του Στάλινγκραντ και του Λένινγκραντ για να επιβιώσουν, αφού πέρασε την εποχή της Μεγάλης Λεηλασίας και αφού γνώρισε τις μεταρρυθμίσεις του ΔΝΤ (το ισοδύναμο δηλαδή μιας μεσαίου επιπέδου πυρηνικής επίθεσης) κατάφερε τελικά να ξανασταθεί στα πόδια της.

Μόνο που όλα αυτά δεν θα έχουν την παραμικρή σημασία αν ο κόσμος χαθεί μέσα στον πυρηνικό Χειμώνα ή την κλιματική Υπερθέρμανση ή μια νέα, πιο φοβερή Πανδημία.

Εξαιρετικά κρίσιμη και επείγουσα η ανάγκη να ανοίξει καινούριος δρόμος

Για αυτό και έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να μη χαθεί η ευκαιρία της ανάδειξης του ρεύματος Μπάιντεν στο κέντρο της δυτικής εξουσίας και να υπάρξει ένα θετικό αποτέλεσμα από τις συνομιλίες. Δεν γνωρίζουμε αν ο κ. Μπάιντεν έχει πολιτικά περιθώρια να δεσμευθεί ότι το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί ποτέ στο μέλλον, κάτι που μπορούσε και έπρεπε να ζητήσει και θα έπαιρνε με βεβαιότητα η Ρωσία πριν από 30 χρόνια σε αντάλλαγμα των κολοσσιαίων παραχωρήσεών της. Μακάρι να τα έχει.

Πάντως, στη βάση της όλης εμπειρίας μας από την πολιτική του 2021, ο Μπάιντεν και το ρεύμα που τον υποστηρίζει δεν πρόκειται να ευνοήσουν μια ένταξη της Ουκρανίας ή της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ. Αν όμως επικρατήσει αύριο το αντίθετο προς τις ιδέες Μπάιντεν, τότε και συμφωνία να υπάρξει τώρα, θα την παραβιάσει πιθανότατα, όπως άλλωστε έκανε ο Τραμπ με τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.

Αντίθετα είναι βέβαιο ότι ο κ. Μπάιντεν μπορεί και πρέπει να διαπραγματευθεί επιτέλους ένα νέο δεσμευτικό πλαίσιο ελέγχου των πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη. Πάντως, εφόσον ο Λευκός Οίκος δεν το διαψεύσει αυτό, η τελευταία ρωσική ανακοίνωση για το τηλεφώνημα Πούτιν-Μπάιντεν μιλά για δέσμευση του Αμερικανού προέδρου για μη εγκατάσταση αμερικανικών επιθετικών όπλων στην Ουκρανία. Αυτό θα είναι ασφαλώς ένα σημαντικό πρώτο, όχι όμως και επαρκές βήμα.

Το πιο βασικό είναι να εγκατασταθεί στη Γενεύη μια θετική πορεία αντιστροφής της εξαιρετικά αρνητικής και επικίνδυνης δυναμικής που εγκαινιάστηκε το 2014, με το πραξικόπημα της κ. Νούλαντ και του κ. Μπρένερ στο Κίεβο. Σε τελική ανάλυση, άλλωστε, ο πόλεμος παραμένει συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα. Τα νομικά κείμενα έχουν τη σημασία τους, αλλά δεν υπερβαίνει τη σημασία της πολιτικής δυναμικής, όπως απέδειξε η επίθεση κατά της ΕΣΣΔ το 1941, παρά το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μόλοτoφ, η παραβίαση της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι με τη Γιουγκοσλαβία, η συνεχής και συστηματική παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ από τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ μετά το 1998, η αποκήρυξη της συμφωνίας με το Ιράν.

Ο Μπάιντεν και οι δυνάμεις πίσω του δεν μπορούν πιθανότατα να λύσουν τα προβλήματα ούτε της Αμερικής, ούτε του κόσμου, δεν έχουν τη δύναμη και είναι επίσης και αυτές δέσμιες του μεγάλου κεφαλαίου, ή τουλάχιστο μιας από τις φράξιές του. Εντούτοις, η εμφάνιση στο κέντρο του κόσμου μας ενός ρεύματος που κάνει έστω και μερικά δειλά βήματα απομάκρυνσης από τα δίδυμα δόγματα του Κοινωνικού Πολέμου και Δαρβινισμού (Νεοφιλελευθερισμός) και του Νεοσυντηρητισμού-Νεοιμπεριαλισμού, για πρώτη φορά μετά από σαράντα χρόνια, πρέπει να χαιρετισθεί και μπορεί ίσως να παίξει τον ρόλο καταλύτη και να ενισχύσει μια διαδικασία που θα κινητοποιήσει πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις και στις ΗΠΑ και διεθνώς. Είναι ένα «παράθυρο ευκαιρίας» για έναν πάρα πολύ άρρωστο πλανήτη, πρέπει να δοκιμαστεί, δεν πρέπει να χαθεί.

Πηγή: kosmodromio.gr

Διαβάστε επίσης

Πραξικόπημα ετοίμαζαν Τραμπ και Μίλλερ