Βαρίδι χρέους φέρνει η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης

Χαρακτηριστική περίπτωση αντίστοιχης αποτυχημένης επιλογής αποτελεί από το 1981 μέχρι το 2018 η περίπτωση τριάντα χωρών, κατά βάση της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες μετά από τριάντα χρόνια… επέστρεψαν στο δημόσιο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης

Γράφουν οι Σάββας Γ. Ρομπόλης*, Βασίλειος Γ. Μπέτσης**
26 Ιουνίου 2021

Η απόφαση (23/6/2021) του υπουργικού συμβουλίου για την υποχρεωτική μετάβαση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση των ατομικών λογαριασμών (ατομικός κουμπαράς) για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας μετά την 1/1/2022 και όσων άλλων ασφαλισμένων μέχρι 35 ετών επιθυμούν, αποτελεί, σύμφωνα με τη διεθνή ευρωπαϊκή έρευνα και εμπειρία, εγχείρημα υψηλού κινδύνου, παρά τους λανθασμένους ισχυρισμούς κυβερνητικών παραγόντων, για την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Κι αυτό γιατί αυξάνει το χρέος και τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού των χωρών εφαρμογής προς όφελος ιδιωτικών εταιρειών.

Χαρακτηριστική περίπτωση αντίστοιχης αποτυχημένης επιλογής σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί από το 1981 μέχρι το 2018 η περίπτωση τριάντα χωρών, κατά βάση, της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής και της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, μετά από τριάντα χρόνια επέστρεψαν στο δημόσιο διανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο επιφορτίστηκε με σημαντικές αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Οι λόγοι αποτυχίας του συγκεκριμένου εγχειρήματος που καταγράφονται στις περιπτώσεις μελέτης (case study) κάθε χώρας είναι κυρίως δημοσιονομικοί εξαιτίας του κόστους μετάβασης, αλλά και λόγοι που αναφέρονται στα υψηλά διαχειριστικά κόστη, στη σημαντική μείωση των συντάξεων και στη μη προβλεψιμότητα του επιπέδου της σύνταξης από τους ασφαλισμένους λόγω της αβεβαιότητας των χρηματιστηριακών κεφαλαιαγορών.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αν και υπήρχαν χώρες που είχαν επιστρέψει στην κοινωνική ασφάλιση πριν από τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση-ύφεση του 2008, οι περισσότερες χώρες επέστρεψαν στη δημόσια διανεμητική κοινωνική ασφάλιση μετά τις σοβαρές απώλειες του εισοδήματος που υπέστησαν οι συνταξιούχοι από τις ασκούμενες περιοριστικές πολιτικές κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης-ύφεσης και τις μεγάλες πιέσεις που δέχτηκαν οι κρατικοί προϋπολογισμοί των χωρών τόσο από την ύφεση όσο και από το κόστος μετάβασης στην κεφαλαιοποιητική κοινωνική ασφάλιση των ατομικών λογαριασμών.

Πιο συγκεκριμένα η κεφαλαιοποίηση των διανεμητικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με τη διεθνή και ευρωπαϊκή εμπειρία, σε αντίθεση με τις υποσχέσεις και τους λανθασμένους ισχυρισμούς κυβερνητικών παραγόντων, προκάλεσε και προκαλεί: α) χαμηλούς συντελεστές αναπλήρωσης, β) μεγάλη μείωση του μέσου επιπέδου των κεφαλαιοποιητικών συντάξεων, γ) ανισότητες μεταξύ του συνταξιοδοτικού εισοδήματος των φύλων, δ) υψηλό κόστος μετάβασης (62 δισ. ευρώ για την περίπτωση της Ελλάδας) και σημαντικού επιπέδου δημοσιονομικές πιέσεις, ε) υψηλά κόστη διαχείρισης, στ) μεγάλη συγκέντρωση της ιδιωτικής ασφαλιστικής αγοράς, ζ) περιορισμένη επίδραση στις κεφαλαιαγορές και χρηματαγορές και η) μεταφορά του δημογραφικού και του χρηματοοικονομικού κινδύνου στους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους.

Στην προοπτική αυτή και σε συνθήκες μιας χρηματο-οικονομικής και επενδυτικής κρίσης των χρηματιστηριακών αγορών, αντίστοιχης αυτής του 2008, κατά τις επόμενες δεκαετίες θα επέλθει σημαντική μείωση του επιπέδου των χορηγούμενων κεφαλαιοποιητικών επικουρικών συντάξεων.

Πράγματι, σύμφωνα με μελέτη μας, ένας εργαζόμενος που θα είχε αρχίσει την εργασία του και την ένταξή του στην κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση το 1985 και θα ελάμβανε τη σύνταξή του το 2020, δηλαδή μετά από 35 χρόνια εργασίας και ασφάλισης, με μέσο μισθό 1.000 ευρώ τον μήνα και επίπεδο εισφορών 6% επί του μηνιαίου μισθού του, θα ελάμβανε επικουρική κεφαλαιοποιητική σύνταξη 42 ευρώ τον μήνα. Αντίθετα, στην περίπτωση που ίσχυε το σημερινό σύστημα, που η απόδοσή του βασίζεται στην ανάπτυξη της οικονομίας και όχι στην ετήσια απόδοση του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου, θα ελάμβανε επικουρική σύνταξη 322 ευρώ τον μήνα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κυβερνητικές υποσχέσεις εγγύησης του επιπέδου της χορηγούμενης κεφαλαιοποιητικής επικουρικής σύνταξης, χορήγησης σύνταξης 15ετίας με βάση τις αποδοχές του ανειδίκευτου εργάτη σε περίπτωση χηρείας και αναπηρίας αλλά και επιστροφής των εισφορών που θα χρηματοδοτεί ο κρατικός προϋπολογισμός, συμβάλλουν τόσο στην αύξηση του κόστους μετάβασης από 62 δισ. ευρώ στο επίπεδο των 75-78 δισ. ευρώ, όσο και στην αύξηση του δημόσιου χρέους (206% του ΑΕΠ, 2020).

Με άλλα λόγια, ενώ από το 2040 και μετά η χώρα μας αντί να καταβάλλει μια μικρότερη επιβάρυνση για το χρέος, αφού σχεδόν το 50% θα το έχει εξοφλήσει μέχρι το 2040, η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό με ένα ετήσιο κόστος ύψους 2,7 δισ. ευρώ. Δηλαδή το κόστος μετάβασης θα επιβαρύνει την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους κατά 49%.

Κατά συνέπεια η κυβερνητική επιλογή μετατροπής της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης σε κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση των ατομικών λογαριασμών, παρά την αρνητική διεθνή και ευρωπαϊκή εμπειρία, τους συνταγματικούς και νομολογιακούς περιορισμούς του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας της κοινωνικής ασφάλισης, συμβάλλοντας, μεταξύ των άλλων, στην αύξηση του δημόσιου χρέους, υπονομεύει τη μακροχρόνια βιωσιμότητά του με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την επιβολή ενός νέου κύκλου λιτότητας και περικοπών των μισθών, των συντάξεων και γενικότερα των κοινωνικών δαπανών.

*Ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου
**Δρ Παντείου Πανεπιστημίου

Πηγή: www.efsyn.gr

Τα άρθρα που δημοσιεύουμε δεν απηχούν αναγκαστικά τις απόψεις μας και δεν δεσμεύουν παρά τους συγγραφείς τους. Η δημοσίευσή τους έχει να κάνει όχι με το αν συμφωνούμε με τις θέσεις που υιοθετούν, αλλά με το αν τα κρίνουμε ενδιαφέροντα για τους αναγνώστες μας.