H Tουρκία επιμένει σε λύση Ανάν

Τα τρία “σενάρια” της ‘Αγκυρας: α) λύση Ανάν, β) πολιτική απενοχοποίηση, γ) διχοτόμηση

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Το κυπριακό «καταλαμβάνει την ατζέντα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής», αναφέρει η τελευταία έκθεση του Τουρκικού Ιδρύματος SETA, από την ανάγνωση της οποίας τεκμαίρεται αβίαστα πόσο μείζον πρόβλημα είναι για την ‘Αγκυρα και πόσο η «εξάλειψή» του συγκαταλέγεται στις πρώτες προτεραιότητες και πολιτικο-διπλωματικές ανάγκες της ‘Αγκυρας.

Η έκθεση αναφέρεται στα «προβλήματα και τις δυνατότητες» του κυπριακού για την Τουρκία και εκπονήθηκε υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Ταρίκ Ογκουζλού, του Πανεπιστημίου Μπιλκέντ. Το SETΑ (Ίδρυμα Πολιτικών, Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών) είναι κοντά στην κυβέρνηση ενώ πολλοί πιστεύουν ότι εμπνέεται από τις ιδέες του ισλαμιστή, εξ Αμερικής «δάσκαλου», Γκιουλέν.

Σύμφωνα με την έκθεση, «όσο συνεχίζεται το αδιέξοδο… θα κινδυνεύουν και οι προοπτικές ένταξης της Τουρκίας και η θεσμική σχέση ΕΕ-ΝΑΤΟ». Αυξάνεται επίσης η δυτική δυσφορία για το μπλοκάρισμα της συνεργασίας ΕΕ-ΝΑΤΟ και την αδυναμία χρήσης ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων σε Αφγανιστάν και Κόσοβο. Από την άλλη ο Ομπάμα χρειάζεται πολύ την ‘Αγκυρα για τη μεσανατολική πολιτική του, για να διαταράξει τις σχέσεις του συγκρουόμενος με τις τουρκικές επιδιώξεις στην Κύπρο

Η έκθεση επιβεβαιώνει αυτό που πιστεύουν πολλοί διπλωματικές αναλυτές: Λευκωσία και Αθήνα διαθέτουν τώρα αξιοσημείωτη ισχύ έναντι της ‘Αγκυρας. Θεσμικά, αφού από τη συγκατάθεσή τους εξαρτάται απολύτως η τουρκική ενταξιακή πορεία. Πολιτικά, αφού δεν είναι υπερασπίσιμη η «σουρεαλιστική» κατάσταση υποψήφιας χώρας που δεν αναγνωρίζει και κατέχει στρατιωτικά τμήμα εδάφους χώρας-μέλους της ΕΕ. Η αντικειμενική ισχύς όμως δεν προδικάζει τίποτα, αφού όλα εξαρτώνται από το αν και πως η ελληνική και κυπριακή διπλωματία θα χρησιμοποιήσουν (ή όχι) αυτή την ισχύ, κάτι που δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο. ‘Ενα δίλημμα π.χ. μπροστά σε Αθήνα και Λευκωσία είναι αν θα δυσκολέψουν την ‘Αγκυρα τον Δεκέμβρη, συζητώντας για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, ή θα προτιμήσουν να της δώσουν παράταση, διακινδυνεύοντας να τη δουν να πιέζει αφόρητα για λύση του κυπριακού στα δικά της μέτρα αμέσως μετά.

Κεντρική τουρκική επιδίωξη (και μόνη αποδεκτή λύση πλην της διοχτομήσεως), σύμφωνα με την έκθεση, παραμένει η υιοθέτηση από τους Κυπρίους του σχεδίου Ανάν ή μίας παραλλαγής του, αρκετά παρόμοιας «στο γράμμα και στο πνεύμα», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά. Στις τουρκικές αξιώσεις περιλαμβάνεται επίσης η διαιώνιση των τουρκικών δικαιωμάτων επέμβασης. Η έκθεση απαριθμεί παράγοντες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επιδίωξη αυτή, οι συντάκτες της όμως δεν είναι βέβαιοι για το αν τελικά οι Κύπριοι θα συγκατατεθούν σε μια τέτοια λύση. Σε κάθε περίπτωση όμως διαφαίνεται μέσα από τις γραμμές η επιδίωξη, ακόμη κι αν ένα νέο σχέδιο απορριφθεί σε δημοψήφισμα, να φτάσει τουλάχιστον μέχρις εκεί, ώστε ένα δεύτερο «όχι» των Ελληνοκυπρίων, και μάλιστα εναντίον σχεδίου που έχει προσυπογράψει ο ηγέτης τους να χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως πολιτικό μέσο «ενοχοποίησης» της ελληνοκυπριακής και «αθώωσης» της τουρκικής πλευράς.

Αν αυτό συμβεί, ο Ερντογάν μπορεί να διεκδικήσει τη λύση του ζητήματος με τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους (ΤΔΒΚ), σημειώνει η έκθεση, υπενθυμίζοντας τη μεγάλη αυτοπεποίθηση και τις σχετικές, απειλητικές δηλώσεις Ερντογάν και Νταβούτογλου.

Διερωτάται κανείς αν πρόκειται για ρεαλιστική επιδίωξη ή για έντεχνα διατυπωμένη απειλή προς τους Κυπρίους, να αποδεχθούν όσα «προσφέρονται» έναντι της απειλής διχοτόμησης. Δύσκολα βλέπει κανείς πως, υπό τις προβλέψιμες διεθνείς συνθήκες, και αν δεν κάνουν όλα τα λάθη του κόσμου Αθήνα και Λευκωσία, μπορεί να εφαρμοσθεί σενάριο Κοσόβου στην Κύπρο, εις βάρος μάλιστα χώρας-μέλους της ΕΕ. Εντούτοις, η έκθεση αποκαλύπτει τη «διπλή» τουρκική στρατηγική: προώθηση λύσης Ανάν, εφόσον γίνεται, χρήση αλλοιώς των διαπραγματεύσεων και ενός πιθανού δημοψηφίσματος για διεθνή απομόνωση της Κύπρου, ελπίζοντας, στην καλύτερη και δύσκολα επιτεύξιμη περίπτωση να δημιουργήσει πολιτικές προϋποθέσεις αποδοχής της διχοτόμησης.

Τόσο από την έκθεση, όσο και από όσα ντοκουμέντα μας έρχονται από την Τουρκία, προκύπτει εδραία η εντύπωση ότι η ‘Αγκυρα, παρά τις διακηρύξεις για «μηδέν προβλήματα με τους γείτονες», εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται τις σχέσεις της με όρους γεωπολιτικού ανταγωνισμού (κάτι που δεν είναι βέβαιο ότι συμβαίνει με Λευκωσία και Αθήνα). Η διαφορά με τους ισλαμιστές είναι ότι δίνουν πολύ μεγαλύτερη σημασία απότι στο παρελθόν στον πολιτικό παράγοντα. Η έκθεση σημειώνει εν προκειμένω τα σημαντικά διεθνή πολιτικά κέρδη της Τουρκίας μετά το κυπριακό δημοψήφισμα του 2004, κέρδη που οφείλονται στο ότι ούτε η Λευκωσία, ούτε η Αθήνα υπερασπίστηκαν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος διεθνώς. Ταυτόχρονα, οι δύο διπλωματίες έχουν «αποσύρει» εδώ και χρόνια τη διεθνή πολιτικο-διπλωματική «ατζέντα» κάθε σοβαρή αιτίαση για την εισβολή, εθνοκάιθαρση και κατοχή, με αποτέλεσμα να κυκλοφορούν και να επικρατούν οι τουρκικές θέσεις. Ο μεγάλος ευρωπαϊκός τύπος π.χ. εξίσωνε, στις επετειακές αναφορές για το 1974 του περασμένου Ιουλίου, θύτες και θύματα.

Στηριζόμενο στην επιτυχή εμπειρία της εκμετάλλευσης του δημοιψηφίσματος, το SETA προτείνει στην κυβέρνηση να ασκήσει «προενεργό» πολιτική, για να μεγιστοποιήσει τα πολιτικά κέρδη της ‘Αγκυρας σε κάθε περίπτωση, δεν εξειδικεύει όμως τα μέτρα που εισηγείται (υποθέτει κανείς ότι η ‘Αγκυρα θα προβεί σε κινήσεις «καλής θέλησης», όπως π.χ. μια απόσυρση στρατιωτικών δυνάμεων ή μια συζήτηση για την Αμμόχωστο, υψηλού συμβολικού και ασήμαντου ουσιαστικού περιεχομένου). Προφανής επιδίωξη να έρθουν οι Ελληνοκύπριοι σε κατάσταση «loose-loose», είτε δηλ. να υποχρεωθούν να «εγκλωβισθούν» σε αποδοχή σχεδίου που δεν θέλουν, είτε να το απορρίψουν αθώνοντας την ‘Αγκυρα.

Η έκθεση υπογραμμίζει τη σημασία της συμφωνίας Χριστόφια-Ταλάτ για τη μορφή της λύσης, όπως αποτυπώνεται στο ανακοινωθέν της 23.5.2008: «ο συνεταιρισμός θα έχει μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση με μία διεθνή προσωπικότητα, όπως και ένα τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος και ένα ελληνοκυπριακό συνιστών κράτος, ισότιμου (equal) καθεστώτος». Σημειώνει όμως ταυτόχρονα τις μεγάλες διαφορές που απομένουν. Οι Ελληνοκύπριοι «δεν μοιάζουν να παραιτήθηκαν από την επιδίωξη να δουν το νησί ενωμένο κάτω από ισχυρή ομοσπονδιακή κυβέρνηση και με τους Τουρκοκύπριους σε ενισχυμένο καθεστώς μειονότητας» και «θέλουν η υπάρχουσα Κυπριακή Δημοκρατία να εξακολουθήσει να υπάρχει ως κυρίαρχη οντότητα και μετά την ενσωμάτωση των Τουρκοκυπρίων στη διοικητική δομή» (δηλαδή, σε απλούστερα ελληνικά, επιθυμούν να διατηρήσουν το κυπριακό κράτος!!!).

Εκεί που η έκθεση θέτει ίσως τον δάκτυλο επί τον τύπο των ήλων είναι όταν υπογραμμίζει ότι «ορισμένες πρόσφατες δημοσκοπήσεις υποδεικνύουν ότι αυτό που καταλαβαίνουν οι Τουρκοκύπριοι με τη λέξη «λύση» διαφέρει ριζικά από την ερμηνεία που δίνουν οι Ελληνοκύπριοι. Η αντίληψη της κοινής γνώμης για τις λεπτομέρειες οποιασδήποτε τελικής συμφωνίας διεφέρουν σημαντικά μεταξύ των κοινοτήτων». Η επισήμανση αυτή επιβεβαιώνει όσους αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι διάφορες διαδικασίες «συμφιλίωσης-επαναπροσέγγισης», αλλά και οι ίδιες οι συνομιλίες δεν στηρίζονται σε πραγματικό ξεκαθάρισμα διαφορών, αλλά σε «εποικοδομητικές ασάφειες», βρετανικής μεν προέλευσης, αλλά που μετετράπησαν σε «δεύτερη φύση» πολλών Ελληνοκυπρίων, παγιδεύοντάς τους. Απαραίτητη προϋπόθεση βιώσιμης λύσης είναι η επίτευξη πραγματικού, ειλικρινούς συμβιβασμού, η άρση, όχι το «κουκούλωμα» των διαφορών, όπως το 1960. Διαφορετικά, οι δύο κοινότητες θα τσακώνονται από την επομένη της υπογραφής.

Πέραν της «προενεργού» πολιτικής, η τουρκική διπλωματία μπορεί επίσης, κατά την έκθεση του SETA, να στηριχθεί στους εξής παράγοντες για την επίτευξη των στόχων της

– Πίεση στην Αθήνα να πιέσει εκείνη τη Λευκωσία, ώστε να μη θέτει προσκόμματα στην τουρκική ενταξιακή πορεία

– Χρήση του αυξημένου ειδικού βάρους που αποκτά η Τουρκία ως «κόμβος υδρογονανθράκων» (κάτι που κάνει ακόμα πιο αξιοπερίεργη την ελληνική εμμονή για εισαγωγή αερίου μέσω Τουρκίας, ή την υποστήριξη αγωγών που περνάνε από το έδαφός της)

– Χρήση του ενδιαφέροντος αμερικανικών πετρελαϊκών εταιρειών για λύση ώστε να γίνει εκμετάλλευση κοιτασμάτων στην Αν. Μεσόγειο

Δημοσιεύτηκε στον  “Κόσμο του Εοενδυτή”, 21.11.2009