Αποκαλυπτικές στιγμές μιας όχι και τόσο γνωστής Επανάστασης, εκείνης του 1821

Από την εξέγερση των πληβείων στα Βέρβενα μέχρι τους κανιβαλισμούς στο Ναύπλιο και την Μάχη της Γράνας μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών

Του Γιάννη Νικολόπουλου
25 Μαρτίου 2021

Η εξέγερση των ραγιάδων στα Βέρβενα εναντίον των κοτζαμπάσηδων

Όταν στις 19 Ιουνίου 1821, το καράβι που μετέφερε τον Δημήτριο Υψηλάντη στην Ελλάδα, έριξε άγκυρα στα ανοιχτά του Άστρους, η υποδοχή των προυχόντων από τον Φαναριώτη πρίγκηπα υπήρξε εχθρικά ψυχρή. Αντίθετα, στους οπλαρχηγούς και στρατιωτικούς του ξεσηκωμού ο πληρεξούσιος της Φιλικής Εταιρείας και του Αλέξανδρου Υψηλάντη, που προοριζόταν να αναλάβει τη γενική αρχηγία της Επανάστασης, υπήρξε φιλικός, διαχυτικός και θερμός. Ο προεστός των Λαγκαδιών και πρώτος κοτζάμπασης του Μοριά, Κανέλλος Δεληγιάννης γράφει στα Απομνημονεύματα του για την ποιοτική και δημόσια διαφοροποίηση: “Μετά από κάποια στιγμή, ήρθαν ο Παπαφλέσσας, ο Αναγνωσταράς και ο Κολοκοτρώνης και άλλοι. Μόλις τους είδε, σηκώθηκε αμέσως, έτρεξε προς το μέρος τους και τους αγκάλιασε και τους φίλησε κάνοντας σε αυτούς τρυφερές ομιλίες και περιποιήσεις. Αυτό το περιστατικό μας έδωσε αιτίες πολλές για να συλλογιστούμε πολύ και καλά, αλλά χωρίς να δείξουμε τη δυσαρέσκεια μας”.

Οι “πολλοί και καλοί” συλλογισμοί των προεστών και κοτζαμπάσηδων του Μοριά σε δύο παράλληλους στόχους έτειναν: στη μονοπώληση του πολιτικού και στρατιωτικού ελέγχου του Αγώνα από τους ίδιους και την εκπαραθύρωση του Υψηλάντη από την αρχηγία που του είχε ανατεθεί από τη Φιλική και την Ανώτατη Αρχή που είχε ως φυσικός αρχηγό τον αδερφό του, Αλέξανδρο. Το γεγονός και μόνο ότι ο Υψηλάντης έδειχνε σαφή προτίμηση και ευαρέσκεια προς τους οπλαρχηγούς, τους οποίους οι προεστοί φοβούνταν, τους συντάραξε. Υπολόγιζαν εσφαλμένα ότι ο πρίγκηπας θα συνέπλεε μαζί τους στην επιδίωξη να περιοριστεί ο Αγώνας σε μία επανάσταση ενάντια στους Τούρκους και μόνο και στον απόλυτο έλεγχο των πολιτικών πραγμάτων από τους ίδιους. Θεωρούσαν ότι ταξικά ήταν δικός τους και διαψεύδονταν από τα γεγονότα.

Ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη, Φωτάκος γράφει σχετικά στα Απομνημονεύματα του: “Οι πρόκριτοι ήταν συνηθισμένοι να άρχουν και τους κυρίευσε μεγάλος φόβος από τον Υψηλάντη, διότι αυτός περιστοιχίστηκε από το σύστημα των κλεφτοκαπεταναίων και τον λεγόμενο μικρό λαό που τον αγάπησαν και τον σεβάστηκαν ως άνδρα ενάρετο και κοινωφελή και ως φραγμό στις μεταξύ τους αντιζηλίες περί του ποιος να γίνει πρώτος των άλλων. Ο Υψηλάντης δεν είχε καμία πλεονεξία, ούτε επιθυμία σε υλικά συμφέροντα και γι’ αυτό τούτο κέρδισε την εκτίμηση του απλού λαού και διέγειρε την αντίπραξη των αρχόντων στα επιχειρήματα του, διότι θα έδινε ελευθερία στον λαό να έχει ψήφο και χωρίς αυτή την ψήφο να μην εμφανίζονται αντιπρόσωποι αυτοχειροτόνητοι και ως εκ τούτου και ανίκανοι, στις συνελεύσεις και τα πολιτικά και διοικητικά πράγματα, αλλά να προτιμώνται οι ικανοί. Αλλά όλα αυτά δεν άρεσαν στους κοτζαμπάσηδες, διότι έτσι ο λαός θα άνοιγε τα μάτια του και θα φωτιζόταν”.

Οι κοτζαμπάσηδες προσπάθησαν να εξουδετερώσουν τον Υψηλάντη καλοπιάνοντας τον. Του πρότειναν την προεδρία της Πελοποννησιακής Γερουσίας, με σκοπό να τον ελέγξουν και να εξευτελίσουν το πληρεξούσιο που κουβαλούσε μαζί του. Ο Υψηλάντης αρνήθηκε, καταλαβαίνοντας τους σκοπούς τους και ζήτησε στο πνεύμα και το γράμμα του πληρεξουσίου της Φιλικής και του Αλέξανδρου, να αναλάβει την αρχιστρατηγία. Οι Μοραΐτες προεστοί αρνήθηκαν εκ νέου και αντιπρότειναν τετραμελές στρατιωτικό συμβούλιο με πρόεδρο τον Υψηλάντη και μέλη όσα οι κοτζαμπάσηδες θα επέλεγαν. Μάλιστα συνόδευαν την αντιπρόταση τους με αυτή την έμμεση απειλή: “Αν δεν θέλει ό,τι του παραχωρούν, μπορεί και να φύγει”.

Οι οκταήμερες διαπραγματεύσεις, που διεξάγονταν στα Βέρβενα, στο στρατόπεδο των βουνών που περικύκλωναν την Τριπολιτσά, κούρασαν, στεναχώρησαν και απηύδησαν τον Υψηλάντη. Στις 27 του Ιούνη, ο πρίγκηπας αναχωρεί έφιππος για την Καλαμάτα με τη συνοδεία του Παπαφλέσσα και ελάχιστους φρουρούς. Στο χωριό Λεοντάρι όταν έμαθαν τη δυσαρέσκεια του Υψηλάντη, οι χωρικοί έσπευσαν να βγουν στους δρόμους για να τον μεταπείσουν “για το καλό της πατρίδας”. Ο πρίγκηπας τους ευχαρίστησε, εξήγησε τι είχε συμβεί και συνέχισε τον δρόμο του ζητώντας τους να παραμείνουν πιστοί στην Επανάσταση.

Στα Βέρβενα, όμως, μόλις κυκλοφόρησε η είδηση ότι ο Υψηλάντης είχε αναχωρήσει, επειδή οι προεστοί αρνούνταν να αναγνωρίσουν την αρχηγία του, ξέσπασε κανονική εξέγερση.

Πρωτεργάτες είναι οι επαναστάτες Σωτήρης Παπαγιαννόπουλος από το χωριό Βαλτεσινίκο και Γιώργης Σπηλιόπουλος από το χωριό Σύρνα (και τα δύο βρίσκονται στη Γορτυνία). Οι δύο τους ηγούνται περίπου 1.500 αγωνιστών που είναι έξαλλοι με τους προύχοντες. Οι ένοπλοι αγρότες και ραγιάδες με σύνθημα “Θάνατος στους τυράννους, σκότωμα στους τουρκοκοτζαμπάσηδες” μπλοκάρουν τους προεστούς, οι οποίοι βρίσκονται μέσα σε ένα τούρκικο αρχοντικό που έχει επιτάξει ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Ο μπέης της Μάνης παθαίνει τον τάραχο της ζωής του, καθώς βλέπει τους Μανιάτες της σωματοφυλακής του να ενώνονται με τους εξεγερμένους που απαιτούν τη θανάτωση των προεστών και την επιστροφή του Υψηλάντη. “Θέμε τον πρίγκηπα, θέμε τον αφέντη μας”, φωνάζουν οι εξεγερμένοι και απειλούν να κάψουν το αρχοντικό.

Ανάμεσα στους προεστούς, έχει εγκλωβιστεί και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ζητά να βγει να μιλήσει στους συγκεντρωμένους και τότε (γράφει ο Κανέλλος Δεληγιάννης) “Αμέσως τον άρπαξα από τον γιακά και του λέω: ‘Στάσου! Δεν βγαίνεις από εδώ ζωντανός και να μη νομίζεις ότι δεν γνωρίζουμε τη συνωμοσία. Για τούτο και θα πεθάνουμε όλοι εδώ’. Και αμέσως, δέκα καπεταναίοι μας του καρφώνουν τις πιστόλες τους στο στήθος του”.

Ο Γέρος του Μοριά παροτρύνει τον Δεληγιάννη να τον αφήσουν να βγει. “Άφτε με να βγω, γιατί αν γίνει η αρχή και πέσει ένα τουφέκι, μας σκοτώνουν όλους εδώ μέσα”, λέει. Οι πρόκριτοι τον αφήνουν. Και ο Κολοκοτρώνης τους σώζει από το βέβαιο θανατικό. Απευθύνεται στους εξεγερμένους και τους φωνάζει (περιγράφει ο ίδιος στη “Διήγηση Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής”): “Έλληνες, τι θέλετε; Γιατί φωνάζετε; ‘Θέλουμε να σκοτώσουμε τους τουρκοκοτσαμπάσηδες’, μου λένε, ‘θέλουν σκότωμα οι άρχοντες, μας έδιωξαν τον Υψηλάντη’. ‘Ελάτε να σας πω’, τους λέγω, ‘και εγώ συμβοηθός σας να τους σκοτώσετε, αφού με ακούσετε’. Και τους τράβηξα σε έναν βράχο έως ένα τίρο (απόσταση βολής) τουφεκιού και τους μίλησα σιμά σε μία βρύση. ‘Θέλουμε το χαμό μας μοναχοί μας; Εμείς σηκώσαμε τα άρματα για τους Τούρκους και ακούστηκε στην Ευρώπη ότι οι Έλληνες σηκώθηκαν ενάντια στους τυράννους και στέκεται όλη η Ευρώπη να δει τι πράγμα είναι τούτο. Οι Τούρκοι είναι όλοι απείραγοι μέσα στα κάστρα και στις χώρες (πόλεις) και εμείς στα βουνά και αν σκοτώσουμε τους προεστούς θα πουν οι Ευρωπαίοι βασιλιάδες ότι ετούτοι δεν ξεσηκώθηκαν για την ελευθερία αλλά για να σκοτωθούν αναμεταξύ τους και είναι κακοί άνθρωποι, είναι Καρμπονάροι και τότε οι βασιλιάδες μπορεί να βοηθήσουν τους Τούρκους και να πάρουμε ζυγό βαρύτερο από εκείνο που έως σήμερα είχαμε. Θα γράψουμε στον Υψηλάντη κι αυτός θα γυρίσει και μην παίρνει ο νους σας αέρα’. Και με αυτά, τους ησύχασα».

Και έτσι για πρώτη φορά καθώς θα ακολουθήσει και εκείνη στο Άστρος, στη διάρκεια της Β’ Εθνοσυνέλευσης, ο Γέρος του Μοριά θα σώσει τους κοτζαμπάσηδες του Μοριά από τη γενική εξέγερση και τον θάνατο, καθώς όπως και ο ίδιος παραδεχόταν στη “Διήγηση Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής”, “όταν έφτασα στον Μοριά δεν είχα τίποτις πάνω μου, μόνο έναν σουγιά και για χρόνια ήμουν κάππος (ζωοφύλακας και σωματοφύλακας) των Δεληγιανναίων”. Σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης, ο Γέρος θα είναι εξαρτημένος από τις βουλές, τα πολεμοφόδια, τις τροφές και τα καπρίτσια της κορυφαίας και πλουσιότερης αρχοντικής οικογένειας της Αρκαδίας και της Πελοποννήσου, που ηγούταν του λεγόμενου αρκαδικού ταραφιού (κόμματος).

Το πόσο αντίστοιχα εκτιμούσαν οι Δεληγιάννηδες τον Κολοκοτρώνη και την Επανάσταση, αποκαλύπτεται σε μια επιστολή του Νικόλα Δεληγιάννη προς τον αδερφό του, Κανέλλο, αμέσως μετά την προέλαση του Δράμαλη στην Αργολίδα και την πρόσκαιρη ήττα των επαναστατικών στρατευμάτων στο Άργος, το καλοκαίρι του 1822 (την επιστολή διέσωσε ο Νικόλας Σπηλιάδης): “Ηττηθήκαμε, ας έχει δόξα ο Θεός. Αλλιώς, αν νικούσαμε, ο Δήμος θα γινόταν βασιλιάς”. Δήμος ήταν το συνθηματικό, ειρωνικό και φαρμακερό παρατσούκλι που χρησιμοποιούσαν οι Δεληγιάννηδες στις επιστολές τους, όταν αναφέρονταν εναλλακτικά στον απλό λαό ή τον Κολοκοτρώνη, καθώς το όνομα αυτό είχε ένας ζητιάνος με νοητικά προβλήματα που περιφερόταν για χρόνια ρακένδυτος, ξυπόλητος και πεινασμένος στα Λαγκάδια.

Έτσι σώθηκαν οι τουρκοκοτζαμπάσηδες στα Βέρβενα και έτσι αντιμετώπιζαν τους ραγιάδες και τον Κολοκοτρώνη που τους έσωσε από την οργή των πρώτων πριν αλλά και μετά από τα Δερβενάκια και την εδραίωση της Επανάστασης στον Μοριά.

Λιμός και κανιβαλισμοί στο απελευθερωμένο Ναύπλιο της Επανάστασης

Ο Φώτης Χρυσανθόπουλος (Φωτάκος) υπήρξε μια από τις πιο έντιμες μορφές της Επανάστασης του 1821. Γραμματικός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, μα και μαχητής, άνθρωπος των γραμμάτων αλλά και της ένοπλης πολεμικής δράσης, βρέθηκε αυτόπτης μάρτυρας των πιο μεγάλων ωρών της Επανάστασης στον Μοριά και διέσωσε πολλές αυθεντικές μαρτυρίες και εικόνες της εθνεγερσίας. Μία από τις πιο ανατριχιαστικές και ειλικρινείς καταγραφές του αναφέρεται στις εικόνες πείνας και θανάτου που αντίκρισε στο απελευθερωμένο από τους Έλληνες Ναύπλιο στο οποίο οι λιμοκτονούντες Τούρκοι και Αρβανίτες είχαν περιέλθει “σε κατάσταση αναισθησίας και κατανάλωσης ανθρώπινων κρεάτων”.

“Όταν μπήκαμε στην πόλη”, γράφει ο Φωτάκος, “βρήκαμε τους Τούρκους, που από την άποψη της υγείας τους, διαιρούνταν σε τρεις τάξεις: σε εκείνους που ήταν γεροί και δυνατοί, σε εκείνους που ήταν άρρωστοι και αδύνατοι και σε εκείνους που ήταν εντελώς αναίσθητοι. Αυτοί οι τελευταίοι σέρνονταν στη γη σκάβοντας το χώμα, τα κατώγεια των σπιτιών, τους σωρούς των ερειπίων και τις ακαθαρσίες της πόλης και έβρισκαν σκουλήκια μεγάλα και όπως τα έβρισκαν, τα έτρωγαν”.

“Η πόλη ολόκληρη ήταν ακάθαρτη”, συνεχίζει ο Φωτάκος, “και παντού ήταν νεκρά πτώματα ανθρώπων σαπισμένα και άταφα, τα οποία οι ζωντανοί Τούρκοι τα έτρωγαν, διότι στην πόλη δεν υπήρχε άλλο ζώο, ούτε γάτα, ούτε κότες διότι τα είχαν φάει όλα πρωτύτερα. Όσοι Τούρκοι ήταν υγιείς, όλοι τους έτρωγαν ανθρώπινα κρέατα. Έτρωγαν τους νεκρούς, τράβαγαν τα ψαχνά κρέατα με τα δόντια τους και με πολλή όρεξη και με πολλή επιμέλεια καταγίνονταν να χορτάσουν. Όταν τους φωνάζαμε, έδειχναν να ακούνε, γύριζαν, μας έβλεπαν και έπειτα εξακολουθούσαν να τρώνε τα κρέατα των νεκρών Τούρκων”.

Στο Ναύπλιο υπήρχαν και ειδικά αποσπάσματα Τουρκαλβανών που μέσα στη νύχτα καταδίωκαν και φόνευαν ανεξέλεγκτα για να αποκτήσουν ανθρώπινη τροφή: “Είχαν αιχμαλωτίσει και έναν Έλληνα που τον έσφαξαν μετά στο Ερείπιο του Σάλα και τον έφαγαν και την αποτρόπαια αυτή πράξη έβλεπαν από το μπουντρούμι οι όμηροι, ο επίσκοπος Βρεσθένης, ο Χριστακόπουλος, ο Λάσκαρης, ο Γιαννόπουλος και οι άλλοι. (…) Αυτοί ήταν ένας μπουλούκμπασης (αξιωματικός) και 150 Τουρκαλβανοί και κάποιοι άλλοι Ανατολίτες, όλοι τους είχαν συνηθίσει να τρώγουν αδιακρίτως όλους τους νεκρούς, όσους πέθαιναν και όσους κρυφά και επίτηδες έσφαζαν”.

Κάποια από τις επόμενες μέρες και ενώ ο λιμός δεν έχει κοπάσει και τα τρόφιμα είναι λιγοστά και για τους Έλληνες απελευθερωτές, ο Φωτάκος θα δει μια οικογένεια Τούρκων να θάβει τελετουργικά και στα κρυφά έναν νεκρό συγγενή της. Μερικές μέρες, όμως μετά “πήγα πάλι εκεί και είδα Τούρκους που είχαν ξεθάψει τον νεκρό, να έχουν σχίσει το κεφάλι του και να τρώνε τα μυαλά του. Άλλος Τούρκος κρατούσε στα χέρια του το συκώτι του νεκρού και όλοι μαζί προετοιμάζονταν να διαμελίσουν το πτώμα. Καθώς είδα αυτό το φοβερό θέαμα, αμέσως έχασα τον νου μου και έτρεξα στο Τζαμί, όπου είχαμε αποθήκη στα τρόφιμα και το ρούμι, και ήπια από το ρούμι μία μποτίλια για να συνέλθω από το θέαμα, την αηδία και την ταραχή της ψυχής μου, γιατί δεν αισθανόμουν αν είμαι άνθρωπος”.

Ο εμφύλιος της Γράνας στην Εθνοσυνέλευση του Άστρους

Μετά τη μάχη της Ακράτας, στις 8 Ιανουαρίου 1823, όπου ολοκληρώθηκε η εξαΰλωση της στρατιάς του Δράμαλη στην Πελοπόννησο, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, πρωταγωνιστής αυτής της αναμέτρησης, κατηφόριζε προς το Άστρος της Κυνουρίας, όπου θα διεξαγόταν η Δεύτερη Εθνοσυνέλευση της Επανάστασης. Ο Ανδρούτσος, όπως και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, είχε μόλις παραλάβει το χαρτί της κατάργησης της αρχιστρατηγίας του στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, κίνηση που είχε προέλθει από τον Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τη λεγόμενη ολιγαρχική παράταξη με το αιτιολογικό πως “τέτοιες αρχιστρατηγίες είναι ελάχιστα ωφέλιμες και πλήρως απαράδεκτες για το Έθνος”.

Μόλις λαβαίνει αυτό το χαρτί ουσιαστικά αποστράτευσης του, ο Ανδρούτσος αλλάζει δρομολόγιο και κατευθύνεται πρώτα στην Τριπολιτσά και μετά στη Δημητσάνα για να συναντηθεί με τον Γέρο του Μοριά. Εκεί, στις 13 του Φλεβάρη και στο σπίτι της Ελένης Παπαδάκη, οι δύο οπλαρχηγοί θα ανταλλάξουν απόψεις για το μέλλον της Επανάστασης και τις τύχες του Αγώνα που έχει περιέλθει στα χέρια των ολιγαρχικών από την Πρώτη Εθνοσυνέλευση της Πιάδας (Επιδαύρου) και μετά. Τη συζήτηση έχει καταγράψει ο γραμματικός του Γέρου, Φωτάκος: “Ο Οδυσσέας είπε. ‘Καθώς μας εκάμουν σήμερα οι κοτζαμπάσηδες και όπως εμείς είμαστε δυνατοί σήμερα και έχουμε ακόμα τα άρματα στα χέρια μας, αύριο θα μας σύρουν στη φούρκα’ (κρεμάλα). Ο Κολοκοτρώνης του αποκρίθηκε. ‘Ε, και εσύ. Όλο με αυτούς έχεις να κάνεις. Άφησε τους και λησμονούνται μοναχοί τους’. ‘Καλά’, είπε ο Ανδρούτσος. ‘Εσένα θα πρωτοσκοτώσουν, και όχι με την αλήθεια, παρά με τα ψέματα θα σου πλέξουν το σκοινί της φούρκας’. Ο Κολοκοτρώνης απάντησε. ‘Ό, τι διάολο θένε, ας κάνουν. Εγώ δε μαγαρίζω τα χέρια μου με δαύτους’. ‘Καλά’, του αποκρίθηκε με τη σειρά του ο Οδυσσέας. ‘Αλλά, για πες μου, ο φίλος σου ο Κρεββατάς (σ.σ. δημοκρατικός κοτζάμπασης του Μυστρά που δολοφονήθηκε από τους ολιγαρχικούς), πού είναι σήμερα;’ Τότε ο Κολοκοτρώνης αναστέναξε βαθιά και έμεινε για λίγο συλλογισμένος. Τράβηξε ταμπάκο (καπνό) και έπειτα είπε. ‘Του Θεού τις βουλές, οι άνθρωποι δεν μπορούν να τις εμποδίσουν’. Και έτσι ο Κολοκοτρώνης δεν ενέδωσε στις παραινέσεις του Οδυσσέα”.

Την ίδια περίοδο, με κέντρο το Άστρος, οι ολιγαρχικοί έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να ελέγξουν το σώμα των παραστατών (βουλευτών) της Εθνοσυνέλευσης. Νοθεία στις κάλπες, διά βοής εκλογή των ανθρώπων των προεστών, απόρριψη των εγγράφων νομιμοποίησης όσων παραστατών είχαν εκλεγεί με τους λεγόμενους δημοκρατικούς, την παράταξη των Κολοκοτρώνη, Δημήτριου Υψηλάντη και Ανδρούτσου. Στις 29 του Μάρτη και μέσα σε κλίμα έντασης και μίσους, καταφτάνουν στο Άστρος οι δυνάμεις των δημοκρατικών, περίπου 800-900 ένοπλοι με αρχηγούς τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο και τον Μανιάτη προεστό, Παναγιώτη Μούρτζινο. Το στράτευμα των δημοκρατικών εγκαθίσταται στα Μελιγγίτικα Καλύβια. Ακριβώς απέναντι, στα Αγιαννήτικα Καλύβια, έχουν στρατοπεδεύσει οι οπλοφόροι των ολιγαρχικών, περίπου 5.000 άνδρες. Ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα βρίσκεται η διαβόητη Γράνα, η ρεματιά του Άστρους. Σχεδόν αμέσως μετά την εγκατάσταση των δημοκρατικών στα Μελιγγίτικα Καλύβια, ξεσπούν οι διενέξεις και οι προκλήσεις εκατέρωθεν, πέφτουν πυροβολισμοί και αλληλοσκοτώνονται οι υποστηρικτές των δύο παρατάξεων.

Η Συνέλευση, που ελέγχεται συντριπτικά από τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι έχουν 150 παραστάτες, ενώ οι δημοκρατικοί μόλις 40, εκδίδει ψήφισμα την 1η Απριλίου με το οποίο καταδικάζει τον εμφύλιο σπαραγμό υποδεικνύοντας αποκλειστικά υπεύθυνο τον Κολοκοτρώνη που χαρακτηρίζεται “αρχηγός του κόμματος των ταραξιών και των κακοποιών” απαιτώντας συνάμα και αόριστα την τιμωρία του Γέρου “από το Έθνος”. Ο Φωτάκος σχολιάζει το εν λόγω ψήφισμα καταδίκης και προγραφής του Γέρου ως εξής: “Τα αναφερόμενα ψεύδη και οι υπόλοιπες συκοφαντίες εναντίον του Κολοκοτρώνη και των άλλων συντρόφων του ήταν εφεύρημα της τουρκοπολιτικής των κοτζαμπάσηδων, οι οποίοι και επί Τουρκοκρατίας τα ίδια έκαναν και έτσι ήταν αγαπητοί στους Τούρκους”.

Μαθαίνοντας το ψήφισμα, ο Ανδρούτσος απαιτεί τη γενική έφοδο των δημοκρατικών για να διαλύσουν το ολιγαρχικό στράτευμα στα Αγιαννήτικα Καλύβια μία και καλή και να ξεκάνουν τους κοτζαμπάσηδες και τον Μαυροκορδάτο. Ο Υψηλάντης και ο Κολοκοτρώνης τον συγκρατούν και αρνούνται να κινήσουν οριστικά το δημοκρατικό στράτευμα ενάντια στους αντιπάλους τους. Ο Νικόλαος Σπηλιάδης επισημαίνει στα δικά του Απομνημονεύματα: “Μάταια παρακινούσε ο Ανδρούτσος τους δημοκρατικούς αρχηγούς να κινηθούν και να φονεύσουν τους ολιγαρχικούς που έλεγε πως τους φοβόταν περισσότερο και από τα Τουρκάκια”. Όσο οι δημοκρατικοί αρνούνται να χτυπήσουν τους αντιπάλους τους, οι ολιγαρχικοί απαιτούν την παράδοση όλων των φρουρίων που κατέχουν οι στρατιωτικοί στην Πελοπόννησο – την Τριπολιτσά, τον Ακροκόρινθο και κυρίως το Ανάπλι.

Στις 8 του Απρίλη, ο Υψηλάντης ζητά να μιλήσει στη Συνέλευση για να γεφυρωθεί το χάσμα και οι ολιγαρχικοί, με πρώτον τον πρόεδρο της Εθνοσυνέλευσης και πρόκριτο της Αχαΐας Ανδρέα Ζαΐμη, δεν καταδέχονται καν να απαντήσουν στην αίτηση του. Την ίδια μέρα, δύο γεγονότα παράλληλα οδηγούν σε παραλίγο μακελειό. Το πρώτο είναι η ανακήρυξη του Μαυροκορδάτου σε “ευεργέτη του Έθνους” και “στρατηγό, νέο Ουασιγκτόνα” (αναφορά στον Τζωρτζ Ουάσιγκτον της Αμερικανικής Επανάστασης), την ώρα που ο Φαναριώτης ήταν ο βασικός υπεύθυνος της συντριβής των επαναστατών στο Πέτα και την Ήπειρο το προηγούμενο καλοκαίρι. Η κίνηση αυτή θεωρείται καθαρή πρόκληση προς το πρόσωπο ειδικά του Ανδρούτσου που ήταν ο βασικός αντίπαλος του Φαναριώτη στη Στερεά και είχε καταδιωχθεί από τη διοίκηση του στο Μεσολόγγι και τον προσωρινό Άρειο Πάγο του Θεόδωρου Νέγρη στα Σάλωνα (Άμφισσα) και την Αθήνα. Το άλλο εξόργισε ακόμη και τους στρατιώτες, μισθοφόρους κυρίως, των ολιγαρχικών. Ήταν η έκδοση διαταγμάτων για την “εκποίηση” των εθνικών γαιών, δηλαδή των κτημάτων και των περιουσιών που είχαν αφήσει πίσω τους οι Τούρκοι, κτήματα που επιδίωκαν να υφαρπάξουν οι κοτζαμπάσηδες μέσω μιας περίπλοκης διαδικασίας και χωρίς κάποια αποζημίωση προς τα νεοσύστατα κρατικά ταμεία.

Η οργή του λαού ήταν τέτοια που ακόμη και ολιγαρχικοί στρατιώτες απειλούσαν ότι θα σκοτώσουν τους κοτζαμπάσηδες, αν έβαζαν χέρι στις εθνικές γαίες χωρίς αποζημίωση και χωρίς να ληφθούν υπόψιν οι βιοποριστικές ανάγκες των επαναστατών και των οικογενειών τους. Τότε, οι ολιγαρχικοί υπαναχώρησαν φαινομενικά με πολιτικάντικο τρόπο, υποσχόμενοι και γενναία αύξηση μισθών στους στρατιώτες τους. Αντί για τις εθνικές γαίες στο σύνολο τους, θα υποβάλλονταν στη διαδικασία εκπλειστηριασμού μόνο τα λεγόμενα “φθαρτά κτήματα”: σπίτια, μαγαζιά, εργαστήρια, χάνια και τζαμιά που είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι. Με αυτόν τον τρόπο, οι προεστοί γλίτωσαν από τις λαϊκές διαμαρτυρίες, κράτησαν τη συνοχή των στρατευμάτων τους και αύξησαν σημαντικά τις ούτως ή άλλως μεγάλες ακίνητες ιδιοκτησίες τους.

Στο τέλος όλης αυτής της διαδικασίας, στις 18 του Απρίλη και ενώ η στρατιωτική δύναμη των ολιγαρχικών είχε λάβει ενισχύσεις και είχε φθάσει τους 6.500 ενόπλους, ο Ζαΐμης ως πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης απαίτησε από τους στρατιωτικούς να υπογράψουν τη διακήρυξη τερματισμού των εργασιών της και τον νέο Οργανισμό του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού Σώματος. Ο Κολοκοτρώνης στη “Διήγηση Συμβάντων της Ελληνικής Φυλής”, περιγράφει τη σκηνή όπου ο ίδιος εξαναγκάζεται να υπογράψει και να αποδεχθεί την πλήρη επικράτηση της ολιγαρχικής παράταξης: “Πήγα σε ένα περιβόλι όπου έκαναν τη Συνέλευση και άρχισα να τους λέω. ‘Σεβαστή Συνέλευση, δεν είναι καλά τα ψηφίσματα που κάματε, να είναι τόσοι πολλοί βουλευτές και τόσοι πολλοί στρατηγοί, γιατί το έθνος είναι φτωχό και δεν μπορεί να πληρώσει τόσους πολιτικούς και πολεμικούς που είναι ανωφελείς’. Ο Ζαΐμης σηκώθηκε και τότε μου λέγει, ‘Κολοκοτρώνη, Κολοκοτρώνη, στο χέρι σου στέκεται να χαθεί η Ελλάς ή να ελευθερωθεί αν ενωθείς μαζί μας’. Τον ρώτησα τρεις φορές, ‘Εγώ κυρ- Ανδρέα;’ ‘Ναι εσύ’, μου αποκρίθηκε. Και έτσι πήγα και εγώ και υπόγραψα λέγοντας, ‘Ας όψεσθε για όλα εκείνα που θα ακολουθήσουν κακά στην πατρίδα μας, για την απολυταρχία’”. Πρόεδρος του Εκτελεστικού έγινε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, γραμματέας ο Μαυροκορδάτος και μέλη ο Σωτήρης Χαραλάμπης, προεστός της Αχαΐας, ο επτανήσιος Ανδρέας Μεταξάς και ο Ανδρέας Ζαΐμης. Στο Βουλευτικό, οι Κουντουριώτηδες επέβαλαν πρόεδρο τον γαμπρό τους, Ιωάννη Ορλάνδο, τον άνθρωπο που μαζί με το σόι των Υδραίων εφοπλιστών θα κατασπαράξει αργότερα το μεγαλύτερο μέρος από τα αγγλικά δάνεια. Και έτσι τερματίστηκε φαινομενικά για να ξεσπάσει αμέσως μετά, ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος με φόντο την επικυριαρχία και τη διοίκηση στα κάστρα του Μοριά που κατείχαν οι δημοκρατικοί.

Πηγή: kosmodromio.gr