Επίλογος σε μια απεργία, πρόλογος σε μια κρίση

Χωρίς αμφιβολία η λύση που δόθηκε ήταν η καλύτερη δυνατή στις συγκεκριμένες συνθήκες, δεδομένου ότι η κυβέρνηση φαινόταν αποφασισμένη να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
16 Μαρτίου 2021

Είπα και εγώ, Κυριακή μέρα που ήταν, να κάνω μια κούρα αποτοξίνωσης από τις τοξικές ειδήσεις και τον τοξικό τρόπο παρουσίασής τους από τα μέσα “ενημέρωσης”, κλείνοντας τηλέφωνα και ραδιόφωνα. ‘Όταν κάποια στιγμή τα άνοιξα, μου τηλεφώνησαν από τη σύνταξη του «Κοσμοδρόμιου» να μου πουν ότι ο Κουφοντίνας σταμάτησε την απεργία πείνας και να με ρωτήσουν αν θέλω να γράψω ένα άρθρο – επίλογο τρόπον τινά της υπόθεσης. Συμφώνησα, εκτός των άλλων και λόγω της βαθύτερης και ευρύτερης σημασίας αυτής της ιστορίας.

“Κανονικά”, σε μια “κανονική” μέρα και με τα δημοσιογραφικά κριτήρια της π.Ο. (προ ολοκληρωτισμού) εποχής, η είδηση του τερματισμού της απεργίας πείνας που διήρκεσε πάνω από εξήντα μέρες, φέρνοντας τον κρατούμενο στο χείλος του θανάτου, θα ήταν η είδηση της ημέρας. ‘Όπως όμως διαπίστωσα ανοίγοντας τον υπολογιστή μου δεν ήταν. Και όχι μόνο εξαιτίας του τρόπου που λειτουργούν τα μέσα “ενημέρωσης”. Δεν ήταν και για άλλο λόγο. Γιατί, όπως συμβαίνει τυπικά σε κατάσταση εντεινόμενης γενικής πολιτικής κρίσης, την συναγωνίζονταν ήδη όσα συνέβαιναν στη χώρα (και δεν μετεδίδοντο φυσικά από τη συντριπτική πλειοψηφία των μέσων). Μπαίνω λοιπόν στον πειρασμό να τα σχολιάσω, προτού προχωρήσω στο κύριο θέμα αυτού του άρθρου.

Το πρώτο που συνέβαινε ήταν ότι έγιναν μεγάλες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις διαμαρτυρίας κατά της αστυνομικής βίας σε δεκάδες δήμους, κατά τη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, τις οποίες είτε αποσιώπησαν ολοσχερώς τα “μέσα”, είτε, στις σπάνιες περιπτώσεις που τις ανέφεραν, τις χαρακτήρισαν μικρές. Στην πραγματικότητα είναι η πρώτη φορά μετά τις μεγάλες διαδηλώσεις για το Μακεδονικό και εκείνες κατά το δημοψήφισμα που σημειώνονται τέτοιας έκτασης κινητοποιήσεις στη χώρα, με άλλη, τοπική μορφή τώρα λόγω του λοκντάουν, αλλά και της έλλειψης κεντρικού φορέα που να τις οργανώνει. Σε μερικές περιπτώσεις επρόκειτο για επανεμφάνιση προσώπων του ευρύτερου αριστερού χώρου, που είχαν αποσυρθεί εδώ και πολλά χρόνια από την πολιτική (π.χ. Χαλάνδρι) και επαναδραστηριοποιούνταν, σε άλλες περιπτώσεις κυριαρχούσε μια νεολαία που πολιτικοποιούνταν πολύ απότομα, όπως την Κυριακή στα Χανιά (συγκέντρωση περίπου χιλίων ατόμων, με κυρίαρχη ηλικία τα 20-30 χρόνια και άνθρωποι χωρίς προηγούμενη ανάμειξη), στην Αγία Παρασκευή είχαμε μια συγκέντρωση περίπου 1500 φιλήσυχων πολιτών κάθε κοινωνικής κατηγορίας και ηλικίας. Η κυβέρνηση δεν έστειλε τις μονάδες “πρόκλησης ταραχών” που μοιάζει να έχει συγκροτήσει, η αστυνομία περιορίστηκε σε διακριτικό έλεγχο και παρακολούθηση, αποφεύχθηκαν και τα επεισόδια.

Το δεύτερο σημαντικό κατά τη γνώμη μας γεγονός που συνέβη την Παρασκευή, αλλά έγινε γνωστό το Σαββατοκύριακο, ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός ενός εργαζόμενου φοιτητή, (“διαμάντι” μας τον χαρακτήρισε ο εργοδότης του), όταν ο αστυνομικός που οδηγούσε το υπηρεσιακό αυτοκίνητο της κυρίας Μπακογιάννη αγνόησε το κόκκινο και τον έστειλε στον άλλο κόσμο, έξω από τη Βουλή και απέναντι από τη Γαλλική Πρεσβεία.

Το περιστατικό αυτό θα έμενε ένα τραγικό ασφαλώς γεγονός, με περιορισμένη πολιτική σημασία, αν η αστυνομία (πολλά όργανα της οποίας ήταν παρόντα) ενεργούσε τα δέοντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Κρατούσε δηλαδή τον οδηγό, φώναζε το ανακριτικό της Τροχαίας, κρατούσε τους αυτόπτες μάρτυρες για να πάρει τις καταθέσεις τους. ‘Όχι μόνο αυτό δεν έκανε, αλλά κατηγορείται ότι εξεδίωξε τους μάρτυρες εκφοβίζοντας και τρομοκρατώντας τους. Αυτά όλα μέρα μεσημέρι στο καλύτερα φυλασσόμενο σημείο της Αθήνας, με δεκάδες κάμερες.

Η οικογένεια του νεαρού απηύθυνε εκκλήσεις στους μάρτυρες να εμφανισθούν και, παρόλο που οι εφημερίδες στη Βόρειο Κορέα δεν έκαναν καμιά αναφορά στο περιστατικό, το διαδίκτυο πήρε φωτιά. Με δύο μέρες καθυστέρηση, η Κυρία Μπακογιάννη γνωστοποίησε το γεγονός και εξέφρασε τη λύπη της. Ήταν δηλαδή που ήταν στραβό το κλίμα το έφαγε και ο γάιδαρος!

Υπόθεση Κουφοντίνα: αποφύγαμε τα χειρότερα

Ας επανέλθουμε στην υπόθεση Κουφοντίνα. Χωρίς αμφιβολία η λύση που δόθηκε, η διακοπή της απεργίας πείνας δηλαδή, ήταν η καλύτερη δυνατή στις συγκεκριμένες συνθήκες, δεδομένου ότι η κυβέρνηση φαινόταν αποφασισμένη να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, αρνούμενη να εφαρμόσει τον νόμο που η ίδια ψήφισε, αλλά και με επίδειξη παγερής αδιαφορίας, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε, για τον επικείμενο θάνατο του κρατουμένου. Τέτοια αδιαφορία έναντι του θανάτου δεν έχει ξαναδεί η Ελλάδα, τουλάχιστο μετά την πτώση της αμερικανοκίνητης δικτατορίας, το 1974.

Ήταν η καλύτερη δυνατή λύση υπό τις περιστάσεις γιατί σώθηκε η ζωή ενός ανθρώπου – αν και δεν μπορούμε ακόμα να είμαστε εντελώς βέβαιοι. Η διαδικασία επανασίτισης είναι μια επικίνδυνη και λεπτή διαδικασία. Ο κρατούμενος εξακολουθεί να διατρέχει κίνδυνο αιφνιδίου θανάτου, ενώ δεν είναι βέβαιο ότι θα καταστεί δυνατή η επανόρθωση των βλαβών που έχει ήδη υποστεί.

Ήταν όμως η καλύτερη δυνατή και για λόγους πολύ ευρύτερου, εθνικού θα λέγαμε συμφέροντος. Το λιγότερο που θα έκανε ο θάνατος του απεργού θα ήταν να παροξύνει και να επιβαρύνει σοβαρά την πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα.

Δεν πρέπει να θεωρηθεί ασφαλώς τυχαία η επισήμανση ενός από τους κορυφαίους Γερμανούς ειδικούς επί της “αντιτρομοκρατίας”. σε συνέντευξή του προς την γερμανική κρατική Deutsche Welle, ότι η ελληνική κυβέρνηση χειρίζεται λανθασμένα το θέμα και ο χειρισμός αυτός μπορεί να οδηγήσει στην ηρωοποίηση του Κουφοντίνα και να εμπνεύσει μια νέα γενιά τρομοκρατών. Αλλά βεβαίως, θα μπορούσε να “εμπνεύσει” όχι μόνο ιδεαλιστές νέους, θα μπορούσε να “εμπνεύσει” και μυστικές υπηρεσίες.

Ακόμα χειρότερα επομένως θα ήταν τα πράγματα, αν δεν επρόκειτο περί λάθους, αλλά περί σχεδίου – καταρτισθέντος εκτός Ελλάδος και εφαρμοζόμενου εντός και με εκμετάλλευση των ενστίκτων και ιδιοτήτων των εντός – που αποσκοπούσε στην εξαπόλυση μιας “στρατηγικής της έντασης”, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτροπή. Για το σενάριο αυτό δεν μπορούν να υπάρξουν αποδείξεις, υπάρχουν όμως σοβαρές ενδείξεις. Αν έχουν έτσι τα πράγματα, τότε η διακοπή της απεργίας πείνας αποσυναρμολόγησε, τουλάχιστο προσωρινά, το σενάριο αυτό, υπάρχει όμως πιθανότητα να επανεμφανισθεί σε δεδομένη στιγμή. Επειδή το ζήτημα αυτό είναι πολύ σοβαρό θα επανέλθουμε σε άλλο άρθρο μας.

Πώς έγινε δυνατός ο τερματισμός της απεργίας

Η ιδέα της ανάγκης διακοπής της απεργίας πείνας φαίνεται ότι ωρίμασε εδώ και αρκετές μέρες σε κύκλους που υποστήριξαν ενεργά τα αιτήματα του κρατουμένου, χωρίς να τρέφουν κάποια συμπάθεια προς την τρομοκρατική του δράση. Πιθανότατα την συμμερίζονταν και οι οικείοι του κρατουμένου, που δεν ήθελαν, όπως ήταν φυσικό, να χάσουν τον άνθρωπό τους. Όμως όλες αυτές οι ιδέες προσέκρουαν αρχικά στην αποφασιστικότητα του ίδιου του Κουφοντίνα να συνεχίσει.

Σε αυτό το σημείο έπαιξε ίσως ρόλο στην εξεύρεση λύσης και η μεγάλη, συσσωρευμένη και τραγική πείρα του ελληνικού αριστερού κινήματος, και του ΚΚΕ και άλλων οργανώσεων, που αντιμετώπισε στο παρελθόν μεγάλα ηθικά διλήμματα. Ένα κίνημα που χαρακτηρίστηκε από την αντίθεση ανάμεσα στον φοβερό ηρωϊσμό της βάσης του και την ποιότητα των ηγετών και ηγετίσκων του.

Στην Ελλάδα χιλιάδες άνθρωποι, που πρωταγωνίστησαν στο έπος της Εθνικής Αντίστασης, πήγαν, με επιλογή τους, στο εκτελεστικό απόσπασμα, αρνούμενοι να υπογράψουν δήλωση μετανοίας, μερικοί μάλιστα δεν ήταν καν κομμουνιστές. Πολλοί άλλοι σακατεύτηκαν σωματικά και τρελάθηκαν από τα βασανιστήρια στη Μακρόνησο για να μην υπογράψουν δήλωση. Άλλοι έγιναν ηθικά ράκη, όταν υπέγραψαν δηλώσεις παρά τις σχετικές οδηγίες και εντολές των οργανώσεών τους. Συχνά, οι “δηλωσίες” αντιμετώπισαν και την περιφρόνηση των οργανώσεών τους όταν απελευθερώθηκαν. Κάμποσοι διερωτήθηκαν κατά πόσον η γραμμή “μην υπογράφετε δηλώσεις μετανοίας” ήταν σωστή ή εσφαλμένη.

Δεν εννοούμε ότι η υπόθεση της απεργίας πείνας του Κουφοντίνα έχει ομοιότητες με τις καταστάσεις που έζησε η χώρα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου και περιγράψαμε παραπάνω. Εννοούμε απλώς ότι η προκύψασα εκ της συσσωρευμένης εμπειρίας σοφία συνέβαλε ίσως ώστε, τελικά, μερικές οργανώσεις να απευθύνουν την έκκληση στον απεργό να διακόψει την απεργία πείνας, προσφέροντάς του τη δυνατότητα να το πράξει αξιοπρεπώς και στηριζόμενος σε μια πολιτική λογική, όπως και το έπραξε με τη δήλωσή του της Κυριακής, ανεξαρτήτως του αν κάποιος υιοθετεί ή όχι όσα αναφέρει σε αυτή.

Τι ήθελαν οι Έλληνες

Δεν αποκλείουμε οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές να θεωρήσουν αυτή την κατάληξη ως μεγάλη επιτυχία τους και απόδειξη ότι η σκληρότητα αποδίδει. Στην πραγματικότητα όμως μάλλον το αντίθετο συμβαίνει. Η εξέλιξη συνιστά μεγάλη ηθική ήττα όσων επέδειξαν αδιαλλαξία, τις πολιτικές συνέπειες της οποίας ήδη διαπιστώνουμε και θα τις διαπιστώσουμε ακόμα περισσότερο στο μέλλον. Οι πολιτικοί μας έχουν συνήθως μια δυσκολία να αντιληφθούν τι συμβαίνει, γιατί τείνουν να γενικεύουν τις δικές τους ιδιότητες σε όλη την κοινωνία.

Να επαναλάβουμε στο σημείο αυτό ότι δεν έχει, κατά τη γνώμη μας, οποιαδήποτε σχέση με την πραγματικότητα η εικόνα που μας εμφάνισαν οι εξωφρενικές δημοσκοπήσεις που ήθελαν το 50% ή το 70% του ελληνικού πληθυσμού (δηλαδή όλους τους ψηφοφόρους της ΝΔ και ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων της αριστεράς και κεντροαριστεράς) να επιθυμεί την τήρηση σκληρής στάσης ακόμα και αν αυτή οδηγούσε στον θάνατο του κρατουμένου. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο προς την ψυχολογία και το επίπεδο πολιτισμού των Ελλήνων, την κοινή λογική και τα εμπειρικά δεδομένα. Ορισμένοι ειδικοί επί της κοινής γνώμης με τους οποίους μιλήσαμε μας είπαν ότι, κατά τη γνώμη τους, η ελληνική κοινωνία ήταν “τριχοτομημένη” στην υπόθεση αυτή. ‘Ένα τρίτο περίπου επιδοκίμαζε τη σκληρή στάση της κυβέρνησης, ένα τρίτο επιθυμούσε την ικανοποίηση των αιτημάτων του κρατουμένου (υποθέτουμε χωρίς ίσως και να πολυθέλει να εκδηλωθεί ανοιχτά υπέρ αυτού) και ένα τρίτο παρέμενε αναποφάσιστο και “αιωρούμενο” τρόπον τινά. Θα θέλαμε να τεκμηριώσουμε αυτό το συμπέρασμα αναφέροντας τις πηγές μας αλλά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Επαφίεται στην κρίση των αναγνωστών να κρίνουν ποια από τις παραπάνω εκδοχές εκτιμούν ως λογική και αξιόπιστη.

Υπενθυμίζουμε επίσης ότι μέχρι πριν μερικά χρόνια, όταν ρωτούσαν τους Έλληνες για τα εγκλήματα της “ 17 Νοέμβρη”, μια σχετική πλειοψηφία τα χαρακτήριζε πολιτικά εγκλήματα. Η διαφωνία των Ελλήνων με τον Κουφοντίνα δεν αφορούσε κυρίως τις ιδέες του, όσο την εγκληματική του δράση.

Όταν άρχισε την απεργία πείνας, ο Κουφοντίνας ήταν ένας ξεχασμένος τρομοκράτης, που πλησίαζε στην “τρίτη ηλικία”. Κανείς δεν είχε ασφαλώς όρεξη να του συμπαρασταθεί, παρόλο που όλοι ήξεραν ή μπορούσαν να πληροφορηθούν το νόμιμο και εύλογο του αιτήματός του. Κανείς δεν περίμενε ότι, προς τα τέλη της απεργίας πείνας, θα γίνονταν καθημερινές διαδηλώσεις υπέρ του και θα έφταναν να ζητούν την ικανοποίηση των αιτημάτων του, άμεσα ή έμμεσα, δικαστές και εισαγγελείς, αρεοπαγίτες, πρώην υπουργοί της ΝΔ και, τελικά, τα τέσσερα από τα έξι κοινοβουλευτικά κόμματα της χώρας ή οι δικηγορικοί σύλλογοι της Πάτρας και του Πειραιά.

Αυτοί όλοι όχι μόνο δεν συμπαθούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τρομοκρατία, αλλά και δεν θα είχαν, υπό κανονικές συνθήκες, την παραμικρή διάθεση να ασχοληθούν με τον Κουφοντίνα, συγκρουόμενοι μάλιστα, για να το κάνουν, με τόσο ισχυρές δυνάμεις του εγχώριου και διεθνούς κατεστημένου που επιθυμούσαν τον θάνατο του κρατουμένου. Δεν το έκαναν ούτε καν για τις εμφανείς παραβιάσεις του νόμου στην περίπτωσή του. Οι παραβιάσεις της νομιμότητας είναι ψωμοτύρι στη σημερινή Ελλάδα. Δεν το έκαναν γιατί ήθελαν να το κάνουν, το έκαναν γιατί δεν μπορούσαν να μη το κάνουν. Διέθεταν ένα περίσσευμα συνείδησης που το ενεργοποίησε η όλο και πιο σαφής οσμή του αίματος και του θανάτου.

Ό,τι και αν αξίζει η Ελληνική Δημοκρατία, που ιδρύθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας, τόσο η ίδια, όσο και η σχετικά ειρηνική ζωή, επί σχεδόν μισό αιώνα, μιας χώρας που γνώρισε στην ιστορία της κάμποσα πραξικοπήματα και δικτατορίες, αλλά και έναν αγριότατο εμφύλιο, θεμελιώθηκε πάνω σε έναν άγραφο μεν πλην ισχυρό νόμο, το σεβασμό της ζωής. Η Ελληνική Δημοκρατία απέφυγε (επί Κωνσταντίνου Καραμανλή) να εκτελέσει ακόμα και τους μόνους που ίσως θα έπρεπε, λόγω της εθνικής σημασίας των εγκλημάτων που διέπραξαν, δηλαδή όσους επέβαλλαν τη δικτατορία της 21ης Απριλίου και προκάλεσαν την κυπριακή τραγωδία για λογαριασμό ξένων δυνάμεων τις οποίες υπηρετούσαν.

Μπορεί σε δύο – τρεις περιπτώσεις να πήγαμε να ξεφύγουμε από αυτόν τον άγραφο νόμο, όπως στις υποθέσεις Κουμή, Κανελλοπούλου, Τεμπονέρα, Γρηγορόπουλου για παράδειγμα. Ακόμα και τότε όμως οι κυβερνήσεις δεν επεδίωξαν βέβαια να επωμισθούν την ευθύνη των θανάτων αυτών (και κατέβαλαν μεγάλο τίμημα άλλωστε για αυτούς).

Η κυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή, αντιμέτωπη με μια βίαιη εξέγερση της ελληνικής νεολαίας το 2008, δεν ματοκύλισε την Αθήνα για να την καταστείλει. Την ανέχθηκε σε ένα βαθμό και για ένα διάστημα, μέχρι να εκτονωθεί, όχι γιατί της άρεσαν οι ταραχές, αλλά γιατί δεν ήθελε νεκρούς, ούτε να προκαλέσει περαιτέρω εκρήξεις και χάος στη χώρα. Ήξερε αυτό που ξέρουν πολύ καλά και πάρα πολύ οδυνηρά, από την εμπειρία τους, οι Κρητικοί και οι Μανιάτες. Το αίμα φέρνει αίμα κι ο κύκλος δεν έχει τελειωμό.

Φαίνεται ότι αυτή δεν είναι η άποψη του κ. Μητσοτάκη, αν κρίνουμε τουλάχιστο από το γεγονός ότι έσπευσε, εμμέσως πλην σαφώς, μιλώντας στη Βουλή, να επικρίνει τον προκάτοχό του στη θέση του Πρωθυπουργού και του αρχηγού της ΝΔ, για τη στάση του το 2008.

Υπενθυμίζουμε στο σημείο αυτό ότι ο κύριος λόγος που καταδικάστηκε από μια πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας ο Κουφοντίνας δεν ήταν οι ιδέες του. Όπως και κάθε Έλληνας, έτσι κι αυτός έχει το δικαίωμα και πρέπει να έχει το δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει. Καταδικάστηκε ηθικά γιατί πήρε αυθαιρέτως το δικαίωμα να αποφασίζει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Και το πήρε σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όχι μιας δικτατορίας τύπου Παπαδόπουλου.

Αυτό ήταν το ηθικό πλεονέκτημα της εξουσίας έναντι του Κουφοντίνα. Και αυτό είναι που έχασε με τον τρόπο που φέρθηκε στην υπόθεση του.

Μόνο οι ίδιοι οι Θεοί της Ιστορίας, που τόσο τους αρέσει να περιγελούν τους ανθρώπους, ιδίως όσους θεωρούν ιδιοκτησία τους την Ιστορία, θα μπορούσαν να σκαρφιστούν μια τέτοια ειρωνεία, ο μεν Κουφοντίνας να ενδιαφέρεται για τη ζωή, έστω και τη δική του, και όσων θα μπορούσαν ενδεχομένως να τη χάσουν αν κατέληγε, οι δε κρατούντες, για πρώτη φορά μετά το ‘74, να μοιάζουν τόσο επιδεικτικά αδιάφοροι απέναντι στο ύψιστο αγαθό. Ας ελπίσουμε τουλάχιστο κάτι να μάθουν – όχι σαν τους Βουρβώνους που τίποτα δεν έμαθαν και τίποτα δεν ξέχασαν.

Πηγή: kosmodromio.gr

Διαβάστε επίσης

Μπορεί να γίνει Θάτσερ ο Μητσοτάκης;

 

Τι είπαν και τι δεν είπαν στη Βουλή