Στην τελική ευθεία για την κρίσιμη πατριαρχική εκλογή στη Σερβία

Στις 18 Φεβρουαρίου εκλέγεται ο νέος Πατριάρχης της Εκκλησίας της Σερβίας, σε μία πολύ κρίσιμη περίοδο για την ενότητα της Ορθοδοξίας

Της Λαμπρινής Θωμά
3 Φεβρουαρίου 2021

Στις 18 Φεβρουαρίου 2021 αναμένεται, τελικά, να εκλεγεί ο νέος Πατριάρχης της Εκκλησίας της Σερβίας, με το ιδιαίτερο σύστημα που ακολουθεί η εκεί εκκλησία. Η εκλογή αναμένεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς γίνεται σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή για την ενότητα της Ορθοδοξίας αλλά και για την ίδια την σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ο νέος Πατριάρχης, που θα αναδειχθεί σε δύο εβδομάδες, έχει μια σειρά κρίσιμων θεμάτων να αναμένουν να αντιμετωπιστούν, καθώς η εκδημία του Πατριάρχη Ειρηναίου, από επιπλοκές του κορονοϊού, στις 20 Νοεμβρίου 2020, άφησε πολλά θέματα εκκρεμή.

Τα δύο φλέγοντα εσωτερικά ζητήματα είναι αυτά της Βόρειας Μακεδονίας και του Μαυροβουνίου. Στη Βόρεια Μακεδονία, η κυβέρνηση και ο αμερικάνικος παράγοντας επιδιώκουν ένα «νέο ουκρανικό», δηλαδή την αναγνώριση της υπάρχουσας σχισματικής Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η πολιτική ηγεσία της χώρας έχει «το πάνω χέρι» στην γειτονική μας χώρα, όπου το εθνικιστικό κλίμα (η καταδικαθείσα αίρεση του εθνοφυλετισμού) υποβοηθά την υποχώρηση των δεσμών με τη μητέρα Εκκλησία.

Αντιθέτως, στο Μαυροβούνιο το μεγαλύτερο μέρος του λαού έχει μια ισχυρή σερβική αυτοσυνειδησία και το πλήρωμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που κυριολεκτικά βγήκε στους δρόμους, μετέχοντας μαζικά στις διαδηλώσεις, το 2020, συνέβαλε τα μάλλα στην ανάδειξη της νέας κυβέρνησης, που σέβεται τα δίκαια της Σερβικής Εκκλησίας στην περιοχή. Μάλιστα, ο μέχρι πρότινος πανίσχυρος Πρόεδρος του Μαυροβουνίου, Μίλο Τζουγκάνοβιτς, έχει αναγκαστεί να συνεργαστεί με αυτή τη νέα κυβέρνηση, υπό τον πρωθυπουργό Ζντράβκο Κριβοκάπιτς.

Ο επόμενος Σέρβος Πατριάρχης θα κληθεί, λοιπόν, αφενός να αναζητήσει λύση στο θέμα του σχίσματος της Βόρειας Μακεδονίας, ενδεχομένως σε διάλογο με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και υπό τη βαριά σκιά του Ουκρανικού προβλήματος, που δημιούργησε το Φανάρι με τον τόμο αυτοκεφαλίας, και αφετέρου, να εμπεδώσει την θέση της Σερβικής Εκκλησίας στο Μαυροβούνιο με τρόπο που θα είναι μόνιμος και θεσμικός, και δεν θα εξαρτάται από κυβερνητικές πλειοψηφίες και αλλαγές. Το θέμα αυτό σχετίζεται κατ’ εξοχήν με την εκκλησιαστική περιουσία, που είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της Σερβικής Εκκλησίας, και που είχε μπει στο στόχαστρο του Τζουγκάνοβιτς, προκαλώντας ακόμη και την επέμβαση του Πάπα. Η εκκλησιαστική διπλωματία, εδώ, θα χρειαστεί να αναλάβει ρόλο και οι ικανότητες του κάθε υποψηφίου στο θέμα είναι βέβαιο οτι θα συνυπολογιστούν από το σώμα των επισκόπων. Όχι μόνον για τα εσωτερικά ζητήματα, αλλά και λόγω του Ουκρανικού ζητήματος.

Το Ουκρανικό ζήτημα είναι ένα ζήτημα που, με δεδομένη την αμερικάνικη πολιτική στα Βαλκάνια, φέρνει στο προσκήνιο την Σερβική Ορθοδοξία. Οι Σέρβοι επίσκοποι, και σίγουρα πάντως οι κύριοι υποψήφιοι για τη θέση του Πατριάρχη, είναι ελληνοσπουδαγμένοι, γνωρίζουν άριστα την ελληνική σε όλες της τις μορφές, έχουν βαθιές σχέσεις με τον ελληνικό χώρο, και ιδιαίτερους δεσμούς ειδικά από τα χρόνια του Γιουγκοσλαβικού εμφυλίου. Αλλά, βεβαίως, και οι σχέσεις με τη Ρωσική Ορθοδοξία είναι βαθιές- στα πιο πρόσφατα, αρκεί να αναφερθούμε στην καθοριστική συνδρομή της Μόσχας στην αποπεράτωση του καθεδρικού ναού του αγίου Σάββα στο Βελιγράδι, που αποτελούσε, όπως λέγονταν χαρακτηριστικά, «τάμα του σερβικού έθνους».

Στη συντριπτική πλειοψηφία τους, οι Σέρβοι επίσκοποι δεν επιθυμούν να αναγνωρίσουν τους σχισματικούς Ουκρανούς, και για κανονικούς λόγους, αλλά και γιατί κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε επικίνδυνο προηγούμενο, αποτελώντας θεμέλιο μιας πιθανής αναγνώρισης αυτοκεφαλίας και στη Βόρεια Μακεδονία και Μαυροβούνιο. Η επιδίωξη της ενότητας, όμως, θα πρέπει να συντηρήσει και τη θέση της Σερβικής Εκκλησίας ως ενός συμφιλιωτικού διαμεσολαβητή μεταξύ του Ρωσικού και του Ελληνικού κόσμου.

Σημαντικό παραμένει και το ζήτημα του Κοσσυφοπεδίου, μήτρας της Σερβικής Ορθοδοξίας, τόπο με ιδιαίτερη βαρύτητα και θέση στην συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας της Σερβίας. Ο νέος Πατριάρχης οφείλει να είναι έτοιμος για σειρά εξελίξεων, ακόμη και για την ενδεχόμενη αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κόσσοβου από την σερβική κυβέρνηση, οπότε ενδέχεται να βρεθεί μεταξύ δύο μετώπων, ενός κυβερνητικού, που θα ασκήσει πίεση, κι ενός λαϊκού, καθώς ο λαός είναι πεισματικά αντίθετος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Να σημειώσουμε ότι, ως τώρα, η Εκκλησία έχει αντισταθεί στην ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου χωρίς ωστόσο να συγκρουστεί με την πολιτική ηγεσία της Σερβίας, αποδεχόμενη πολιτικές διπλωματικές κινήσεις.

Σε ευρύτερο πλαίσιο, το ζήτημα εντάσσεται στη στάση που θα ακολουθήσει το Πατριαρχείο και ο νέος Πατριάρχης απέναντι στο καθεστώς Βούτσιτς.Ο πρόεδρος της χώρας, Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ηγείται ενός προσωποπαγούς και ισχυρού καθεστώτος, και ο ίδιος τονίζει με κάθε τρόπο τη σχέση του με την Ορθοδοξία – θυμίζουμε την πρόσφατη επίσκεψη του, τα Χριστούγεννα, στην αγιορείτικη σερβική μονή Χιλανδαρίου. Επιδιώκει, δε, να έχει λόγο στην εκλογή του νέου Πατριάρχη, και χρησιμοποιεί γι’ αυτό κατά κόρον τα ελεγχόμενα από αυτόν μέσα ενημέρωσης της χώρας.

Η δυνατότητα του νέου πατριάρχη να συνεργάζεται αλλά και να θέτει ξεκάθαρα τις «κόκκινες γραμμές» προς την κοσμική εξουσία, ειδικά με ένα τόσο ισχυρό καθεστώς απέναντι του, λογικά θα αποδειχθεί κρίσιμη και θα παίξει ρόλο στην επιλογή του τριπροσώπου. Με απλά λόγια, είναι πολύ πιθανό η εύνοια του καθεστώτος προς συγκεκριμένα πρόσωπα να οδηγήσει σε αντι-συσπείρωση ένα μεγάλο αριθμό επισκόπων, όπως και των λαϊκών σε άλλες δημοκρατίες της Πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπως η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και το Μαυροβούνιο. Ειδικά η στάση των πιστών του Μαυροβουνίου, που έχασαν τον αγαπημένο τους μητροπολίτη, Αμφιλόχιο Ράντοβιτς, από την πανδημία, μπορεί και να αντηχεί τις απόψεις του μακαριστού, ο οποίος είχε αντιδράσει έντονα όταν ο κοιμηθείς πατριάρχης Ειρηναίος είχε αποφασίζει να απονείμει στον πρόεδρο Βούτσιτς την ύψιστη τιμή της Σερβικής Ορθοδοξίας, το βραβείο του Αγίου Σάββα.

Ο τρόπος εκλογής του Πατριάρχη 

Η Σερβική Εκκλησία έχει ένα ιδιαίτερο σύστημα εκλογής Πατριάρχη. Από το σώμα των 43 επισκόπων εκλέγονται τρεις επίσκοποι. Κύρια προϋπόθεση για την εκλογιμότητα είναι η συμπλήρωση πέντε ετών επισκοπικής εμπειρίας σε ενεργή επισκοπή. Οι τρεις αυτοί επίσκοποι χρειάζεται να έχουν λάβει όλοι τουλάχιστον το ήμισυ των ψήφων, δηλαδή να έχουν ψηφιστεί από 22 επισκόπους. Στη συνέχεια ο Πατριάρχης αναδεικνύεται μεταξύ των τριών με ένα είδος κλήρωσης: Για την ακρίβεια ο αρχαιότερος μοναχός της Μονής, όπου γίνεται η ψηφοφορία, τραβάει έναν από τους τρεις φακέλους που έχουν εναποτεθεί στο Ευαγγέλιο. Το σύστημα αυτό καθιερώθηκε κατά τη σοσιαλιστική περίοδο, καθώς θεωρήθηκε ότι απέτρεπε την ασφυκτική παρέμβαση του κράτους, όπως είχε συμβεί στην περίπτωση του «κόκκινου» Πατριάρχη Γερμανού το 1958. Αλλά και σήμερα περισσότερο από ποτέ βοηθά σε μια απελευθέρωση από τις, ιδιαίτερα έντονες, πολιτικές και γεωπολιτικές πιέσεις.

Για τους Σέρβους ορθοδόξους, με αυτό τον τρόπο το Άγιο Πνεύμα έχει τον «τελευταίο λόγο» και μπορεί να ανατρέψει τους σχεδιασμούς της εκκλησιαστικής και κοσμικής εξουσίας. Είναι ακόμη ζωντανές οι μνήμες της Πατριαρχείας του Πατριάρχη Παύλου, που εξελέγει το 1990, μίας οσιακής μορφής ταπεινοφροσύνης και αγάπης που διακόνησε τόσο τον πολύπαθο σερβικό λαό όσο και την ενότητα της Εκκλησίας στα πιο δύσκολα χρόνια, αυτά του Εμφυλίου και της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας.

Με το συγκεκριμένο σύστημα, είναι αδύνατον, λοιπόν, να προβλεφθεί ή να καθοριστεί ο νέος Πατριάρχης,  ωστόσο είναι ήδη διακριτά τα «φαβορί» στη μάχη για το τριπρόσωπο.

Οι σημαντικότεροι υποψήφιοι

Ως επικρατέστερος υποψήφιος πάντως θεωρείται ο Μπάτσκας Ειρηναίος (Μπούλοβιτς),  γεννημένος το 1947, πνευματικό παιδί του αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, σημαντικότατος θεολόγος με ερευνητικό έργο στον Ησυχασμό και τη θεολογία των θείων ενεργειών. Ο Ειρηναίος έχει άριστη γνώση της αρχαίας και νέας ελληνικής, ύστερα από μακρόχρονη παρουσία στην Ελλάδα, ενώ θεωρείται ως πιο κοντά στον ρωσικό παράγοντα, στην εκκλησιαστική διπλωματία και ως ένας, χωρίς εκπτώσεις, υπέρμαχος της τήρησης των εκκλησιαστικών κανόνων. Στην προηγούμενη εκλογή Πατριάρχη, το 2010, είχε εκλεγεί δεύτερος σε ψήφους και έκτοτε ήταν ο σημαντικότερος σύμβουλος του συνονόματού του Πατριάρχη: ανεκδοτολογικά αναφέρονταν ότι την Σερβική Εκκλησία κυβερνούσαν οι «δύο Ειρηναίοι». Αυτό όμως σημαίνει ότι, ως ο επίσκοπος που έχει ασκήσει τη μεγαλύτερη επιρροή στη χάραξη της εκκλησιαστικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια, έχει υποστεί και τη μεγαλύτερη φθορά στην υποψηφιότητά του. Σε κάθε περίπτωση, λόγω του ιδιαίτερου τρόπου εκλογής με κλήρωση μεταξύ τριών, ο ίδιος ο επίσκοπος Ειρηναίος απορρίπτει εύλογα τον χαρακτηρισμό του «φαβορί» που του αποδίδεται ως «ανόητες αφηγήσεις» και με ταπεινοφροσύνη παρατηρεί ότι «το Άγιο Πνεύμα που είναι ο πραγματικός Προεστώς της Συνόδου των Επισκόπων θα μας χαρίσει αλάνθαστα έναν νέο Πατριάρχη».

O Ζάγκρεμπ και Λουμπλιάνας Πορφύριος, γεννημένος το 1961, είναι πνευματικό παιδί του Ειρηναίου Μπούλοβιτς, με σημαντική προσωπικότητα και εκκλησιαστική δράση. Το μοναστήρι του Κόβιλιε, όπου ήταν ηγούμενος, αναδείχτηκε σε κέντρο πνευματικής ακτινοβολίας μετά την πτώση του Τίτο, με μεγάλη επίδραση στον καλλιτεχνικό κόσμο και τις νέες γενιές. Όπως και ο πνευματικός του πατέρας, ο Πορφύριος είναι ελληνοσπουδαγμένος με καλές σχέσεις με την Ελλάδα, αλλά στην εκκλησιαστική διπλωματία κοντά και στον ρωσικό παράγοντα. Θεωρείται ότι έχει πολύ καλές σχέσεις με το καθεστώς του Αλεξάνταρ Βούτσιτς με το οποίο έχει συνεργαστεί από μία πλειάδα θέσεων, συμπεριλαμβανομένων και των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία συνεχίζουν να του παρέχουν προνομιακό βήμα. Ως πολύ μικρότερος στην ηλικία από τον Ειρηναίο Μπούλοβιτς έχει πιθανόν υποστεί μικρότερη φθορά και είναι πιο κοντά στις ανησυχίες νεότερων γενιών. Σε κάθε περίπτωση, μια κατάληψη των δύο από τις τρεις θέσεις από τον Ειρηναίο και το πνευματικό του παιδί θα σήμαινε την κυριαρχία μιας ορισμένης τάσης, φιλικής προς το καθεστώς Βούτσιτς και τον ρωσικό παράγοντα, αλλά ταυτόχρονα με συμβιβαστική ικανότητα και δεσμούς και με τον ελληνικό κόσμο. Σε αυτήν την περίπτωση, σκοπός της γραμμής αυτής θα ήταν να εξασφαλιστεί ότι ο τρίτος στο τριτοπρόσωπο δεν θα είναι μια ανατρεπτική ισχυρή προσωπικότητα που θα έβαζε σε κίνδυνο τις ισορροπίες. Η νεαρή ηλικία του Πορφυρίου μπορεί να προκαλέσει δυσπιστία στους εκλέκτορες, αλλά θεωρείται σε κάθε περίπτωση «φαβορί» για ένταξη στο τριπρόσωπο. Στα πλεονεκτήματα της υποψηφιότητάς του είναι ότι συνδυάζει την υποστήριξη του Βελιγραδίου με καλές σχέσεις με μη σερβικές δημοκρατίες της Πρώην Γιουγκοσλαβίας, όπως η Κροατία και η Σλοβενία.

Ο Μητροπολίτης Δαβρο-βοσνίας Χρυσόστομος, γεννημένος το 1952, θεωρείται ως μία από τις μετριοπαθείς υποψηφιότητες με αρκετές πιθανότητες να είναι ο «τρίτος» άνθρωπος στο τριπρόσωπο. Έχει τον σημαντικό θεσμικό ρόλο του αρχαιότερου χειροτονηθέντος επισκόπου και γι’ αυτό υπηρετεί τώρα ως προσωρινός επικεφαλής της Σερβικής Εκκλησίας, μέχρι την εκλογή νέου Πατριάρχη. Μιλά τόσο τα ελληνικά όσο και τα ρωσικά και λόγω της θέσης του υποστηρίζεται από τους Σέρβους της Βοσνίας.

Ο Ιωαννίκιος του Βουδίμλιε και Νίκσιτς, είναι πνευματικό παιδί του προσφάτως αποδημήσαντος λόγω κορονοϊού, Μαυροβούνιου Αμφιλόχιου. Μάλλον προορίζεται για διάδοχος του Αμφιλοχίου στην κρισιμότατη Μητρόπολη Μαυροβούνιου, γεγονός που αποδυναμώνει την υποψηφιότητά του για τον Πατριαρχικό θρόνο, η οποία έχει πάντως την έντονη υποστήριξη των Μαυροβουνίων και ενδεχομένως και των Βοσνίων.

Ο Βρανιτσέβου Ιγνάτιος, γεννημένος το 1954, είναι ένας πολύ σημαντικός θεολόγος και έμπειρος της εκκλησιαστικής διπλωματίας και του οικουμενικού διαλόγου. Θεωρείται ως ένας από τους πιστότερους μαθητές του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα), του Οικουμενικού Πατριαρχείου, και έχει προωθήσει στη Σερβία τη Θεολογία της Ευχαριστίας και του Προσώπου. Λόγω της μαθητείας του αυτής και της εμβριθούς ελληνικής παιδείας του θεωρείται ως κοντά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, είναι όμως ταυτόχρονα έμπειρος της εκκλησιαστικής πολιτικής και των συμβιβασμών της. Πρόκειται για έναν διανοούμενο που συνδυάζει προοδευτικές θέσεις σε επίκαιρα θέματα με μια παραδοσιακή επισκοποκεντρική θεολογία και αίσθηση της εκκλησιαστικής διοίκησης. Οπωσδήποτε, μία ένταξή του στο τριπρόσωπο θα σήμαινε έναν ισχυρό εναλλακτικό πόλο σε αυτόν του Ειρηναίου και του Πορφυρίου, αλλά το ερώτημα είναι αν το επισκοπικό σώμα επιθυμεί κάτι τέτοιο. Αγαπημένη πάντως φράση του επισκόπου Ιγνατίου είναι ότι «η Εκκλησία χρειάζεται να είναι ενωμένη, γιατί αλλιώς η ίδια η αλήθεια της τίθεται εν αμφιβόλω».

Μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση είναι ο επίσκοπος Γερμανίας Γρηγόριος (Ντούριτς) με έδρα το Ντύσελντορφ. Γεννημένος το 1967, αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα νεανική, για τα δεδομένα τέτοιων θέσεων, φωνή, ενώ είχε υπάρξει κατά το 1999-2018 ο διάδοχος του μεγάλου θεολόγου και πνευματικού του πατέρα, Αθανασίου Γιέφτιτς, στην κρίσιμη επισκοπή Ζαχουμλίου και Ερζεγοβίνης. Είχε πρωτοέλθει στην επικαιρότητα ακριβώς λόγω της μαθητείας του στον Αθανάσιο Γιέφτιτς και την μοναχική του πορεία – ανακαίνισε το σημαντικό μοναστήρι του Τβρντος στην Ερζεγοβίνη-, αλλά σήμερα είναι περισσότερο γνωστός από την έντονη κριτική του στο καθεστώς Βούτσιτς.

Ο Γρηγόριος έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Αθήνα, είχε αντικαθεστωτική δράση επί Σλομπόνταν Μιλόσεβιτς, η κυβέρνηση Βούτσιτς τον θεωρεί «επιρροή» της αντιπολιτευτικής κεντροαριστεράς, και, γενικώς, θεωρείται ως μια προοδευτική και φιλελεύθερη φωνή. Το γεγονός αυτό τον έχει κάνει δημοφιλή σε ένα μεγάλο μέρος της σερβικής κοινωνίας και κυρίως στη νεολαία. Μάλλον, όμως, ένα σημαντικό μέρος των επισκόπων τον θεωρεί περισσότερο «σελέμπριτι» παρά ως τον ενδεδειγμένο ηγέτη, που θα συμβιβάσει τις διαφορετικές τάσεις, και, σε κάθε περίπτωση, ως υπερβολικά νέο για το αξίωμα. Παράλληλα, είναι δύσκολο να επιτύχει ευρύτερη υποστήριξη, αφού ο δημόσιος λόγος του συναντά αντιδράσεις: η πιο πρόσφατη αντιπαράθεση που έχει προκαλέσει ξεκίνησε από τη δήλωση του ό,τι η σερβική Εκκλησια θα έπρεπε να δώσει πολύ περισσότερα για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού αντί να χτίζει μεγαλοπρεπείς ναούς.

Πηγή: kosmodromio.gr