Κοινωνικός «διαμελισμός» υπό το κράτος του κορονοπανικού

Γράφουν Ντίνα Δασκαλοπούλου, Εύα Παπαδοπούλου,
Ελένη Πιπίνη, Μώρφια Σταματοπούλου
15 Νοεμβρίου 2020

Το δεύτερο λοκντάουν έρχεται μετά το κλίμα επιτυχίας, «εθνικής ομοψυχίας» και ασφάλειας που οι κυβερνώντες καλλιεργούσαν συστηματικά από την άνοιξη. Τώρα, για να αποκρύψει το μέγεθος της τεράστιας αποτυχίας της στη διαχείριση της πανδημίας, η κυβέρνηση καταφεύγει στον κοινωνικό αυτοματισμό, που με τόση επιτυχία επιστρατεύτηκε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και των μνημονίων: υγιείς έναντι ευπαθών, νέοι έναντι των μεγαλύτερων, υπεύθυνοι έναντι ανεύθυνων, εσχάτως και… ασκόπως μετακινούμενοι έναντι σωφρόνων εγκλεισμένων.

Η μηχανή της προπαγάνδας δουλεύει στο φουλ για να αποκρύψει ή να μεταθέσει τις ευθύνες μιας πολιτικής που παράγει νεκρούς και διασωληνωμένους κάθε μέρα, που απαξιώνει το δημόσιο σύστημα υγείας και εμπαίζει τη σχολική κοινότητα, ενώ σπρώχνει χιλιάδες ανθρώπους στην ανεργία.

Η κυβέρνηση και τα καλοταϊσμένα ΜΜΕ κατασκευάζουν τον «εχθρό» σε αυτόν τον «πόλεμο με τον αόρατο εχθρό» στο πρόσωπο του διπλανού μας: μια μας φταίνε οι ασύδοτοι πιτσιρικάδες, άλλοτε οι παππούδες, άλλοτε όσοι βγαίνουν το βράδυ για περπάτημα – πάντως ποτέ δεν μας φταίνε οι υπέρκομψοι κυβερνώντες. Κι όσο τα μέτρα που παίρνουν για την αναχαίτιση της πανδημίας αποτυγχάνουν, οδηγώντας σε ακόμα περισσότερα -περιοριστικά- μέτρα, η κοινωνία θρυμματίζεται.

Με ντύσιμο μιλιτέρ, με αντιανεμικό μπουφάν και ύφος ετοιμοπόλεμο πίσω από τη μάσκα, την Τετάρτη το απόγευμα ο Νίκος Χαρδαλιάς μας ανακοίνωσε την καθολική απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις 9 το βράδυ σε όλη την επικράτεια. Ο λόγος που επικαλέστηκε ο υφυπουργός Πολιτικής Προστασίας ήταν «οι περιττές μετακινήσεις σε σπίτια πολιτών», ορίζοντας ο ίδιος τι ακριβώς η κυβέρνησή του θεωρεί ως «χρήσιμη μετακίνηση»: την εργασία, τους «σοβαρούς λόγους υγείας» και τη βόλτα με τον σκύλο.

Για να γίνει κι αυτό –άλλο ένα παράλογο όσο κι επαχθές μέτρο– αποδεκτό είχε προηγηθεί με ύφος αυστηρού δασκάλου σε σχολείο της δεκαετίας του ’50 ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, που μας κούνησε το δάχτυλο ότι την Κυριακή ήμασταν άτακτοι καθώς «εστάλησαν πάνω από 1 εκατ. μηνύματα μετά τις 21.00 για άθληση».

Την επόμενη κιόλας μέρα αποδείχθηκε από τα πλέον αρμόδια χείλη, αυτά του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκου Πιερρακάκη, ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αλλά, όπως λέει και το παλιό ρητό, «μην αφήνεις ποτέ την αλήθεια να σου χαλάσει μια καλή ιστορία». Η κυβέρνηση -ενώ τα κρούσματα καλπάζουν και ιός προελαύνει με το ΕΣΥ αθωράκιστο- χρειαζόταν τους «απείθαρχους» αθλούμενους και τους κατασκεύασε, με τα μιντιακά παπαγαλάκια της να οιμώζουν εν χορώ για τους «ασυνείδητους».

Αυτοί οι «ασυνείδητοι» επιστρατεύονται κάθε φορά που μας ανακοινώνεται άλλο ένα μέτρο περιορισμού και πειθάρχησης. Το δεύτερο λοκντάουν προβάλλεται ως το μόνο αναπόδραστο μέτρο για την αναχαίτιση του ιού. Η κοινωνική ζωή περιορίζεται και πάλι σε επικοινωνίες μέσα από μια οθόνη, όλες μας οι δραστηριότητες έχουν παγώσει κι όσοι από εμάς έχουν ακόμα δουλειά είτε εργάζονται ακατάπαυστα από το σπίτι τους είτε έχουν τεθεί σε αναγκαστική παύση. Τα μηνύματα από το μέτωπο της υγείας είναι απελπιστικά και από το μέτωπο της οικονομίας ακόμα πιο μαύρα, παρά την άνοδο των χρηματιστηρίων στο άκουσμα της είδησης πως ένα από τα εμβόλια πηγαίνει καλά στις δοκιμές.

Κι έτσι, ενώ οι επιστήμονες επιμένουν να επισημαίνουν σε όλο τον κόσμο με σωρεία ερευνών τις επιπτώσεις της κοινωνικής απομόνωσης και της πανδημίας, οι δικοί μας δημοσιογράφοι βρίσκουν τον εχθρό στο πρόσωπο της γιαγιάς που… πήγε στη λαϊκή χωρίς μάσκα ή εκείνου που περπατάει μόνος στον δρόμο «ασκόπως».

«Σε μια χώρα με τους πολίτες της να ζουν υπό τον φόβο και τη διαρκή απειλή της θανατηφόρας πανδημίας, σε συνθήκες εργασιακής ανασφάλειας και υπό τη δαμόκλειο σπάθη των χρεών, μια κοινωνία εξοντωμένη οικονομικά και ψυχολογικά, το τελευταίο που χρειάζεται είναι να της κουνάνε το δάχτυλο πάμπλουτοι βουλευτές, υπουργοί και δημοσιογράφοι για την “ατομική ευθύνη”», σημειώνουν σε δημόσια ανοιχτή επιστολή τους το Δίκτυο Αλληλεγγύης Κοινωνικών Ιατρείων Εξαρχείων, Ιλίου, Νέας Σμύρνης, Αγίου Νεκταρίου Βόλου και μια σειρά από επιστήμονες – ανάμεσά τους η κορυφαία ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα, όπως και άλλοι έγκριτοι ψυχολόγοι και σύμβουλοι ψυχικής υγείας.

Οι επιστήμονες τονίζουν: «Ο λοιμωξιολόγος κ. Τσιόδρας μας είπε στο τελευταίο διάγγελμα του πρωθυπουργού ότι το 85% της διασποράς συμβαίνει σε κλειστούς χώρους. Κανέναν πανικό δεν προκάλεσε αυτή η δήλωση στους αρμόδιους για την κατάσταση σε σχολεία και ΜΜΜ στον ίδιο βαθμό με το “1 εκατομμύριο sms”, ώστε να κινητοποιήσει τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους να πιέσουν για περισσότερα δρομολόγια στις δημόσιες μεταφορές, περισσότερες τάξεις στα σχολεία και να πάψουν αυτά να αποτελούν υγειονομικές βόμβες και εστίες μετάδοσης του ιού».

Ειδικοί ψυχικής υγείας υπογραμμίζουν πως είναι εγκληματικό να επιτρέπεται μέχρι σήμερα η θεία κοινωνία, σίγουρος τρόπος μετάδοσης του ιού, και να απαγορεύονται η άθληση, το περπάτημα και η ατομική έξοδος, οι απαραίτητες διέξοδοι και το ψυχικό αντίδοτο στην καραντίνα. «Το μέτρο αυτό είναι αυθαίρετο, δεν έχει καμία επιστημονική τεκμηρίωση και αποτελεί ξεκάθαρα άλλη μία επίδειξη αυταρχισμού και επίθεση στην ψυχική υγεία».

Η ψυχραιμία χάνεται κάπου μεταξύ διασποράς fake news και κοινωνικού κανιβαλισμού

Λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση του απαγορευτικού 9-5, τα πληκτρολόγια παίρνουν φωτιά. Στο twitter τα σχόλια σαρκάζουν: «Νερό κάνει να πίνουμε ή θα πρέπει να στείλουμε πρώτα κάποιον κωδικό;», «Αντε να βρούμε κουκουβάγιες τέτοια εποχή να υιοθετήσουμε για να μπορούμε να βγούμε έξω». Το χιούμορ είναι η καλή εκδοχή. Υπάρχει και η κακή. Ρητορική μίσους εναντίον ατόμων που δυσκολεύονται ή φαίνονται «απείθαρχα» στις κρατικές οδηγίες παίρνει τη μορφή διαδικτυακού κοινωνικού «λιθοβολισμού». Χρήστες των social media, ενός πεδίου με γόνιμο έδαφος για απρόσωπες επιθέσεις, αναζητούν να βρουν ποιος πραγματικά φταίει για τα χιλιάδες καθημερινά κρούσματα και επιδίδονται σε διαδικτυακό πόλεμο.

Και η ψυχραιμία χάνεται κάπου μεταξύ διασποράς fake news και κοινωνικού κανιβαλισμού. «Θα παλουκωθείτε σπίτια σας επιτέλους; Θέλω να ανοίξω ξανά το μαγαζί μου, να αγκαλιάσω τους φίλους μου», γράφει η Ελένη, ιδιοκτήτρια ταβέρνας στην επαρχία. Για την Ελένη οι μόνοι υπεύθυνοι για το λοκντάουν είμαστε όλοι εμείς που «τριγυρνάτε σαν μη συμβαίνει τίποτα. Πότε θα ξανανάψουν άραγε τα φώτα στο μαγαζί;».

Τα -τηλεοπτικά κυρίως- ΜΜΕ είχαν από την αρχή της πανδημίας εντοπίσει και με ζήλο υποδείξει τον «ένοχο»: ήταν ο συνταξιούχος στην ουρά της τράπεζας, εκείνος που βολτάρει -ακόμα και μόνος- στην πλατεία. Σταδιακά, ο μέσος όρος ηλικίας του «δυνητικού δολοφόνου» έπεφτε, αλλά η πλατεία έμενε σταθερά «ο τόπος του εγκλήματος». Οι νέοι με ροπή στη διασκέδαση είναι αδιαμφισβήτητα οι υπερμεταδότες, αυτοί που μας έφεραν ώς εδώ – το είπε ο πρωθυπουργός στη Βουλή, καλώντας και την αντιπολίτευση να το συνομολογήσει.

«Τώρα, ρε φίλε, τι θες, θα με γράψεις; Μπήκα να πάρω έναν καφέ και θα τον πληρώσω 300 ευρώ;» ξεσπάει πελάτης που έχει μπει σε φούρνο με κατεβασμένη τη μάσκα στον Θανάση, που, αν και ντυμένος στα μπλε, είναι επίσης πελάτης και δεν έχει πρόθεση να γράψει κανέναν. Το αλαλούμ με τα μέτρα, οι κυβερνητικές παλινωδίες και ο καταιγισμός των ενίοτε χωρίς κανένα νόημα απαγορεύσεων (το γνωστό «στα ΜΜΜ δεν κολλάει, στη βόλτα κολλάει») έχουν δημιουργήσει σύγχυση σε ορισμένους πολίτες.

Αλλοι δεν δίνουν καμία βάση, φορούν τη μάσκα τους γιατί τους υποχρεώνει ο νόμος, ενώ υπάρχουν και αυτοί που έχασαν κάθε εμπιστοσύνη στο κράτος. «Εγώ πιστεύω ότι μας δουλεύουνε όλους», μας λέει ο 45χρονος Αλέξης, που ζει και δουλεύει στην Αθήνα. Αλλοι πάλι κυκλοφορούν έντρομοι, όπως η κυρία Γεωργία που περιμένει στωικά τη σειρά της σε ΑΤΜ στο Νέο Ηράκλειο. «Ξέχασα τη μάσκα κι αν με πιάσουν τι θα απογίνει; Πώς θα βγάλω τον μήνα αν πρέπει να πληρώσω πρόστιμο;» Η ηλικιωμένη γυναίκα μόνο που δεν ξεσπά σε κλάματα όταν οι υπόλοιποι της ουράς τη στολίζουν με επίθετα που ξεκινούν από το «ανεύθυνη» και φτάνουν μέχρι το «παλιόγρια».

Στα ΜΜΜ οι εντάσεις και οι τσακωμοί είναι πλέον καθημερινό φαινόμενο. «Η μάσκα μου έπεσε για ένα λεπτό και αμέσως ένας κύριος ξεκίνησε να μου φωνάζει ότι είμαι ανεύθυνος», διηγείται ο Γιώργος, φοιτητής στην Αθήνα. Η Ελένη, επίσης φοιτήτρια, μοιράζεται τις αγριάδες που έζησε η ίδια: «Ερχόμουν με το ΚΤΕΛ από Πρέβεζα για Αθήνα. Μπαίνοντας, δεν είχα βάλει καλά τη μάσκα, οπότε μου έκανε παρατήρηση ο οδηγός. Εκατσα στη θέση μου και έβγαλα τα παπούτσια μου για να είμαι πιο άνετα και ξαφνικά δέχτηκα επίθεση από έναν ηλικιωμένο που είχε έρθει να ελέγξει αν συνετίστηκα: “Δεν φτάνει που δεν ξέρεις να φοράς τη μάσκα, δεν φοράς και παπούτσια, θα μας αρρωστήσεις όλους”…».

Αλλες φορές, τα πράγματα περιπλέκονται και οι απλές επιπλήξεις μετατρέπονται σε ρατσιστικές επιθέσεις. Η Μάντι, από τους Αγίους Αναργύρους, περιγράφει: «Μπαίνουν δυο πιτσιρίκια Ρομά στο λεωφορείο, φοράνε και τα δύο μάσκα και κάθονται μαζί πίσω από μία κυρία. Σε κάποια φάση σπάει το ένα λάστιχο από τη μάσκα του ενός και του πέφτει. Αμέσως εκείνη αρχίζει να φωνάζει στον οδηγό να πετάξει αμέσως το παιδί έξω γιατί είναι επικίνδυνο. Ευτυχώς βρέθηκε μια άλλη κυρία με μια παραπάνω μάσκα και η σκηνή έληξε».

Η επίμονη ρητορική της κυβέρνησης που χρεώνει την επιδείνωση της κατάστασης στην προσωπική ευθύνη των πολιτών, σε ένα περιβάλλον όπου η προπαγάνδα και τα επικοινωνιακά κόλπα έχουν εκτοπίσει την ουσία, αποδίδει: «Κάνανε απολύμανση στις εστίες της Θεσσαλονίκης όπου μένω και με έπιασε αλλεργικό σοκ. Φτερνιζόμουν δυνατά για πολλή ώρα, ώσπου ήρθε ο φύλακας και, ευγενικά βέβαια, μου ζήτησε να βγω έξω από τον χώρο της εστίας γιατί άνθρωποι είναι κι αυτοί, λέει, και φοβούνται», διηγείται η Ειρήνη.

Ο Μιχάλης, εργαζόμενος σε φούρνο, εξηγεί πως είναι πολύ πιο ψύχραιμος από την προηγούμενη φορά γιατί ξέρει περίπου τι να περιμένει, ενώ βλέπει ότι και οι πελάτες είναι πιο προσεκτικοί και ευγενικοί. Για τον Γιώργο, πάλι, που εργάζεται ως τηλεφωνητής σε διαδικτυακό φαρμακείο, ο ηθικός πανικός, που μεταφράζεται σε μαζικές αγορές προϊόντων, απλά μετατοπίζεται από τον αναλογικό στον ψηφιακό κόσμο. Ο κόσμος αγοράζει, οι μεταφορικές καθυστερούν λόγω φόρτου εργασίας και εκείνος έρχεται αντιμέτωπος καθημερινά με παράπονα, γκρίνια, ευέξαπτους πελάτες. «Είναι λογικό. Οταν κρέμεται η ζωή σου από μια κλωστή, ψάχνεις να βρεις κάποιον να φταίει», λέει.

Κάποιοι βρίσκουν μικρά «παραθυράκια ελευθερίας»: παρέες και ζευγάρια μετακομίζουν σε ένα σπίτι, περνώντας «κοινοβιακά» την περίοδο του εγκλεισμού, ενώ άλλοι καταλήγουν στην εναλλακτική λύση της επιστροφής στο πατρικό. Η Μαρία, 25 χρόνων, από την έναρξη της καραντίνας ζει στο ίδιο σπίτι με τη σύντροφο και τους γονείς της. Νοσηλεύτρια σε νοσοκομείο αναφοράς, βίωσε από την αρχή του δεύτερου κύματος μια σταδιακή αλλαγή τόσο στους συναδέλφους της όσο και στην ίδια. «Βλέπω συναδέλφους μου στη δουλειά, φτερνίζεται κάποιος και αμέσως τρομάζουν. Βήχει κάποιος και τον κοιτούν λες και έχει φυματίωση».

Ο Γιάννης, 45 χρόνων, είναι γιατρός σε δημόσιο νοσοκομείο. Χωρίς να έχει επαφή με ασθενείς κορονοϊού, διαγνώστηκε τυχαία, κάνοντας άλλες σοβαρές εξετάσεις για ένα χρόνιο νόσημα που τον ταλαιπωρεί. Είναι ένας από τους «ασυμπτωματικούς». «Πρόσεχα διπλά αφού η ασθένειά μου με καθιστά ευάλωτο, τηρούσα όλα τα προβλεπόμενα μέτρα και όμως, βγήκα θετικός στο τεστ. Και παρόλο που ξέρω πόσο εύκολη είναι η μετάδοση και τα είχα κάνει όλα σωστά, ένιωσα μια τεράστια ενοχή απέναντι στους ανθρώπους γύρω μου, στους φίλους μου, στο παιδί μου. Σημειώστε ότι αυτό συνέβη πριν από το απαγορευτικό, οπότε είχα έρθει σε επαφή με κόσμο.

Επαιρνα τηλέφωνα τους φίλους μου για να τους πω ότι πρέπει να μπουν σε καραντίνα και τους έλεγα ότι τους έχω καταστρέψει όλους». Εντέλει ο Γιάννης δεν ανέπτυξε κανένα σύμπτωμα και το τεστ του γιου του βγήκε αρνητικό. «Η ψυχή μου όμως αρρώστησε από αυτό. Εμεινα 14 μέρες ολομόναχος σε ένα σπίτι, μαστιγώνοντας τον εαυτό μου…».

«Ο κόσμος προσπαθεί να συνδέσει τον ιό με τον διαφορετικό, τον “ξένο”, τον “Αλλο”, μέχρι που ξαφνικά ο “Αλλος” γίνεσαι εσύ». Ο Κώστας κόλλησε κορονοϊό στο πρώτο 10ήμερο του Οκτώβρη, όταν τα κρούσματα έφταναν καθημερινά και σταθερά τα 300. Στο ιδιωτικό γραφείο όπου εργάζεται τα τελευταία χρόνια, το αφεντικό του επέμενε να πηγαίνει στη δουλειά αφού δεν πίστευε ότι έχει κορονοϊό. Μόνο όταν διαγνώστηκαν θετικοί άλλοι δύο συνάδελφοί του, συνειδητοποίησε τη σοβαρότητα και έκτοτε δουλεύουν με τηλεργασία.

Η δεύτερη καραντίνα τού φαίνεται πιο «χαλαρή» στις καθημερινές πρακτικές, αλλά πιο «βαριά» συναισθηματικά. Η τάση των ανθρώπων να κλειστούν στα σπίτια τους, λέει, δεν παραπέμπει σε καθολική αποδοχή των κρατικών αποφάσεων χωρίς αντιρρήσεις, αλλά σε έναν σιωπηρό συμβιβασμό: «Βλέπω κόσμο να σέβεται τα μέτρα, όχι γιατί το λέει η κυβέρνηση, που έμεινε σχεδόν άπραγη όσον αφορά το δημόσιο σύστημα υγείας, αλλά γιατί φοβούνται για τους δικούς τους. Είναι αρκετός καιρός τώρα που δεν συζητάμε αν θα μπούμε σε λοκντάουν, αλλά το πότε, για πόσο και με ποιους όρους».

Ενα τραύμα πάνω σε άλλο τραύμα – οικονομική κρίση και πανδημία

Ηδη από τον Μάιο οι ειδικοί υγείας του ΟΗΕ προειδοποιούσαν πως «μια κρίση ψυχικής υγείας διαγράφεται καθώς εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο είναι περιτριγυρισμένοι από θάνατο και ασθένεια και είναι αναγκασμένοι να μένουν απομονωμένοι, ενώ ωθούνται στη φτώχεια και το άγχος εξαιτίας της επιδημίας του κορονοϊού». Παρουσιάζοντας έρευνα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η Ντέμπορα Κέστελ, διευθύντρια του τμήματος ψυχικής υγείας του ΠΟΥ, επισήμανε ότι είναι πιθανή μια άνοδος του αριθμού και της σοβαρότητας των ψυχικών ασθενειών και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού.

Πόσο επιβαρυντική μπορεί να είναι η συνθήκη της πανδημίας όμως για έναν λαό που χτυπήθηκε από αυτήν βγαίνοντας από μια δεκαετία οικονομικής κρίσης και σκληρών πολιτικών λιτότητας; Στην πρώτη καραντίνα στην Ελλάδα αναδύθηκε σταδιακά ένα «συλλογικό πένθος» για την απώλεια της κανονικότητας.

Οπως σημειώνει η καθηγήτρια της Α’ Ψυχιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ Μαρίνα Οικονόμου-Λαλιώτη, αναλύοντας στοιχεία από τη λειτουργία της τηλεφωνικής γραμμής ψυχοκοινωνικής υποστήριξης 10306, «καθώς υποχωρεί η παλίρροια του πρώτου κύματος κατακλυσμιαίων συναισθημάτων, ξεσκεπάζεται το τραυματικό φορτίο που κουβάλησε μαζί της. Βγαίνει στην επιφάνεια ένα σύμπλεγμα συμπτωμάτων, χαρακτηριστικά της κλινικής κατάθλιψης. Ταυτόχρονα ξεσκεπάζεται το σκληρό βίωμα της υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης και επανενεργοποιούνται οι διεργασίες της κατάθλιψης, που ως νόσος αναδείχθηκε σε εθνική μάστιγα και αποτυπώθηκε ως “εθνική κατάθλιψη”».

«Η πανδημική κρίση χτυπά ίσως το τελευταίο προπύργιο άμυνας, τις αλληλέγγυες σχέσεις»

Οι επιστήμονες περιγράφουν αυτό που μας συμβαίνει ως «κοινωνική ενδόρρηξη», η οποία, όπως περιγράφουν οι καθηγητές του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Σωτήρης Χτούρης και Αναστασία Ζήση, σε έρευνα που παρουσίασαν μετά το πρώτο λοκντάουν, «επέρχεται όταν οι δεσμοί και οι κοινωνικές λειτουργίες του ατόμου αναστρέφουν από τον κοινωνικό περίγυρο και την οικονομική ανταλλαγή και περιορίζονται στο εσωτερικό του νοικοκυριού» και το κοινωνικό υποκείμενο «αναστρέφει από τα ζωντανά του βιώματα στον κοινωνικό κόσμο και αυτοπεριορίζεται με τη θέλησή του ή όχι στις περιορισμένες διαδράσεις του νοικοκυριού, στην κοινωνική μνήμη, στη φαντασία, στον ενδοσκοπικό συναισθηματικό κόσμο, στα ΜΜΕ ή στον εικονικό κόσμο και την επικοινωνία της κοινωνίας της πληροφορίας».

Το δείγμα (374 έγκυρα ερωτηματολόγια) της έρευνας για τον κοινωνικό εαυτό και την εμπειρία των περιοριστικών μέτρων, που διεξήγαγε κατά το διάστημα 6-22 Απριλίου το Εργαστήριο Κοινωνικής, Πολιτισμικής και Ψηφιακής Τεκμηρίωσης του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, αντιπροσωπεύει κυρίως τις ηλικίες 21-30 ετών. Μιλήσαμε με τον κ. Χτούρη με αφορμή την έρευνά τους που αποτυπώνει τους φόβους, τις επιπτώσεις της απομόνωσης στον πληθυσμό και τους μηχανισμούς άμυνας που αναπτύχθηκαν κατά την πρώτη καραντίνα.

Η πανδημία, πέρα από βιολογικό ή ιατρικό φαινόμενο, είναι και «κοινωνικό τραύμα», όπως μας εξηγεί ο κ. Χτούρης. Το «τραύμα» είναι ξαφνικό, απροσδόκητο κι επηρεάζει μαζικά. «Διαρρηγνύονται οι ανθρώπινοι δεσμοί και οι επικοινωνίες γίνονται συγκρουσιακές κι αυτό σε μακρο-επίπεδο εντυπώνεται στη συλλογική μνήμη.

Ειδικά η ίδια η καραντίνα, που εμποδίζει την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, η οποία στηρίζεται στην επικοινωνία, την επαφή, την αλληλεγγύη. Οταν χάνουμε επαγγελματικές, οικογενειακές, φιλικές επαφές, θρυμματίζεται ο κοινωνικός ιστός, που είναι “δίχτυ”. Οταν αυτό χάσει την ελαστικότητά του, δημιουργούνται προβλήματα: η στροφή στον εσωτερικό μας χώρο οδηγεί σε αδυναμία να στραφούμε στον κόσμο και να τον αντιμετωπίσουμε».

«Στράφηκαν οι υπεύθυνοι στο να ρυθμίζουν τα μέτρα αλγοριθμικά κι έχει δημιουργηθεί ένα ποτάμι κανονισμών που είναι τόσα πολλά και ευέλικτα, που ο μέσος πολίτης είναι αδύνατο να προσαρμοστεί σε αυτά», μας λέει ο κοινωνιολόγος Σωτήρης Χτούρης. «Καθημερινά αλλάζουν τα πλαίσια και δεν έχουν όλοι ικανότητα προσαρμογής, ενώ τα δεδομένα που γνωρίζουμε για τον ιό αλλάζουν πολύ γρήγορα, δημιουργώντας κοινωνικό άγχος, έναν πανικό που μεταφράζεται σε επιθετικότητα. Δεν υπάρχει φροντίδα για επικοινωνία των κυβερνώντων με τον πολίτη. Ετσι καλλιεργούνται συνθήκες “ηθικού πανικού”».

Ο κ. Χτούρης σημειώνει πως βιώνουμε μια σειρά από αλλεπάλληλες και αλληλοκαλυπτόμενες κρίσεις, πολλά χρόνια τώρα. «Στην Ελλάδα δεν υπήρχε ποτέ “κανονικότητα”, αλλά θέλουμε να προσδίδουμε σε αυτή την έννοια της “τακτοποίησης” των κοινωνικών πραγμάτων. Εχουμε μια χρόνια οικονομική κρίση και τώρα αντιμετωπίζουμε την πανδημική. Εκεί που οι αλληλέγγυες σχέσεις ήταν πυλώνας, αυτή έρχεται και χτυπά ίσως το τελευταίο προπύργιο άμυνας σε μια πολύ πληγωμένη κοινωνία.

Οι άνθρωποι, φοβισμένοι και απελπισμένοι, δεν μπορούν να δώσουν σημασία πια και δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε αυτό που συμβαίνει σήμερα με ψυχραιμία. Σπάνε οι δεσμοί αλληλεγγύης, ειδικά η διαγενεακή αλληλεγγύη, που λόγω της φύσης του ιού χτυπιέται απρόοπτα από την πανδημία, ενώ οι άνθρωποι που βρίσκονται σε κίνδυνο δεν μπορούν ούτε να ασκήσουν ούτε να δεχτούν αλληλεγγύη».

Ο κ. Χτούρης εκτιμά πως λόγω της πολυετούς οικονομικής κρίσης δεν έχουμε αποθέματα αξιών για να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τις νέες συνθήκες. «Η κατάσταση σήμερα είναι πολύ διαφορετική από το 2015, η φτωχοποίηση είναι καταφανής. Πολλοί νέοι απορρίπτουν κάθε προσπάθεια να βρουν δουλειά, υπάρχει ματαιότητα και το πολιτικό σύστημα διακατέχεται από αδυναμία προσαρμογής, που σήμερα δημιουργεί ακόμη περισσότερα προβλήματα. Η φτώχεια είναι κατάργηση της κοινωνικής σου ύπαρξης, και αυτό είναι πιο βαρύ από την ίδια την πανδημία, η οποία χτυπά τους πιο ευάλωτους. Ο θάνατος στην πανδημία είναι αρκετά ταξικός και, παράλληλα, αναδύεται η διαγενεακή ανισότητα».

Σε κάθε περίπτωση, «το φάρμακο είναι η κοινωνία», υποστηρίζει ο κ. Χτούρης. «Το “εγώ” στρέφεται στην κοινωνία και συγκροτεί μια ενότητα. Ετσι συνίσταται ο “κοινωνικός εαυτός”, μια συμπαγής ολοκληρωμένη ταυτότητα. Οταν αυτό τεμαχίζεται, πρέπει να βρεθούν πεδία, πολιτικές ομάδες, κοινότητες, για να ορθοποδήσει. Πρέπει να έχουμε δεσμούς, αλλιώς οι κρίσεις και οι συγκρούσεις θα δημιουργούν έναν αέναο κύκλο, με τον άνθρωπο να στρέφεται διαρκώς στην απομόνωση».

Tηλεφωνική γραμμή 10306

Στοιχεία από τη γραμμή ψυχοκοινωνικής υποστήριξης

■ Η τηλεφωνική γραμμή ψυχοκοινωνικής υποστήριξης 10306 από τις 4 Απριλίου ώς τις 5 Νοεμβρίου απάντησε σε 64.162 κλήσεις.

■ Την αρχική περίοδο κυριαρχούσε ο φόβος: για τον ιό (90%), την καραντίνα (85,7%), την οικονομία (44,5%). Ακολουθούσαν αιτήματα για τη λύπη (58,2%), τον αιφνιδιασμό (43%) και τον θυμό (42,8%).

■ Μετά τον Μάιο άρχισαν και πάλι να κυριαρχούν αρνητικά αισθήματα για την οικονομία, την ανεργία και το μέλλον, ενώ υποχώρησαν τα αιτήματα με φόβο για τον ιό και την ασθένεια.

■ Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Αργώ, παρατηρούνται κάποιας μορφής κατάθλιψη (30%) και αυξημένο άγχος (28%).

■ Η γραμμή κυρίως απαντάει σε κλήσεις που εκφράζουν άγχος για το αύριο σε οικονομικό και προσωπικό επίπεδο (60%), φόβο για τον κορονοϊό (48%) και αίσθημα απομόνωσης (42%). Ταυτόχρονα, εκφράζονται θυμός και λύπη για τους αυξανόμενους θανάτους.

Πηγή:www.efsyn.gr