Η τουρκική προβοκάτσια

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Σημείωση: Tα περισσότερα από τα σημεία και επιχειρήματα του παρακάτω άρθρου αφορούν όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και την Κύπρο, που δεν αντιμετωπίζει ακριβώς τις ίδιες, αλλά ανάλογες προκλήσεις.

Σε προηγούμενο άρθρο μας υποστηρίξαμε ότι η σύγκρουση μεταξύ των δυνάμεων του ‘Αρη και αυτών της Αφροδίτης πόρω απέχει από του να έχει κριθεί στην Αν. Μεσόγειο (όπως άλλωστε και παγκοσμίως).  Δυστυχώς, αυτό επιβεβαιώθηκε ήδη με τη νέα τουρκική προβοκάτσια, μέσω της προαναγγελίας ερευνών του ‘Ορους Ρέιτς σε περιοχή που φτάνει πολύ κοντά στα ελληνικά χωρικά ύδατα έξω από το Καστελόριζο.

Πρόκειται για κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας και για πολύ σοβαρή πρόκληση. Η περιοχή είναι εντός διεθνών χωρικών υδάτων και μη οριοθετημένης υφαλοκρηπίδας, δεν συνιστούν επομένως οι έρευνες καταπάτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως είναι αίφνης οι έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ. Παραβιάζουν διατάξεις του δικαίου που καλούν τα μέρη να ενεργούν με καλή πίστη και να αποφεύγουν τέτοιες ενέργειες σε αμφισβητούμενες περιοχές.

Εντούτοις έχει ασφαλώς άλλη βαρύτητα να κάνεις έρευνες σε περιοχή 115 μίλια από το Καστελόριζο, που πιθανώς θα αποδοθεί στην Τουρκία σε οποιαδήποτε οριοθέτηση και άλλο να κάνεις στα 6.5 μίλια από το ελληνικό νησί, σημείο που, θεωρητικά τουλάχιστον, μπορεί να περιληφθεί στα ελληνικά χωρικά ύδατα.

Eπιπλέον, η νέα τουρκική πρόκληση έγινε ενώ υποτίθεται ότι υπήρχε συμφωνία αποκλιμάκωσης. Καταλήξαμε βεβαίως σε αυτό το συμπέρασμα θεωρώντας ότι ο Ερντογάν ψεύδεται όταν δηλώνει: «Θα συνεχίσουμε να δίνουμε στο πεδίο,  τις απαντήσεις που αξίζουν στην Ελλάδα και την ελληνοκυπριακή πλευρά, που δεν τήρησαν τις υποσχέσεις τους στις συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.».

Αλλά και στην εντελώς υποθετική περίπτωση, την οποία δεν πιστεύουμε και δεν υιοθετούμε, που Αθήνα και Λευκωσία έκαναν απαράδεκτες παραχωρήσεις στην Τουρκία που δεν έγιναν γνωστές, τα δεδομένα του προβλήματος δεν αλλάζουν, η Τουρκία πρέπει να αντιμετωπισθεί. Το ερώτημα όμως είναι πως, που, πότε, ώστε να ωφελήσει μάλλον παρά να βλάψει τη χώρα. Απάντηση πρέπει να δοθεί, αν μη τι άλλο, γιατί έτσι που πάμε και με τη φόρα που πήρε ο Ερντογάν, κινδυνεύουμε να δούμε το ‘Ορουτς Ρέις έξω από τη Ζάκυνθο. Αλλά δεν είναι πάντα το πιο έξυπνο να απαντάς σε μια προβοκάτσια κάνοντας αυτό που πιθανώς θέλει ή περιμένει ο άλλος να κάνεις.

Δεν μπορούμε ασφαλώς να είμαστε βέβαιοι για τις εκτιμήσεις που έκανε η ‘Αγκυρα. Πάντως θεωρούμε ότι πολύ δύσκολα θα αποτολμούσε την πρόκληση, αν δεν είχε (ή νόμιζε ότι έχει) την παρασκηνιακή ενθάρρυνση ή ανοχή τουλάχιστον, ισχυρών διεθνών κέντρων. Χωρίς τέτοια ενθάρρυνση ή τουλάχιστο εντύπωση ανοχής, δύσκολα θα άνοιγε ταυτόχρονα τόσα μέτωπα μαζί (Ελλάδα, Κύπρος, Αρμενία, Συρία, Ιράκ, Λιβύη).

Μας είναι επίσης εντελώς αδύνατο να πιστέψουμε ότι έχουν πέσει Αμερικανοί και Ευρωπαίοι σοβαρά απάνω στην Τουρκία, μαζί και το Ισραήλ, με την τεράστια επιρροή του σε Αμερική και Ευρώπη, ζητάνε από τον Ερντογάν να σταματήσει κι αυτός συνεχίζει. ‘Οποιος θέλει να τα πιστεύει αυτά ας τα πιστεύει.

Ουδέν κακώς αμιγές καλού. ‘Όπως ήρθαν τα πράγματα, η Αθήνα διαθέτει τώρα μια μεγάλη, ίσως την τελευταία ευκαιρία, να χρησιμοποιήσει την τουρκική προκλητικότητα για να κινητοποιηθεί εναντίον της ‘Αγκυρας διεθνώς, με κάθε πρόσφορο μέσο, σε όλο τον κόσμο, αλλά και για να αποδείξει στην ίδια την Τουρκία ότι δεν θα υποχωρήσει υπό πίεση και δεν θα δεχτεί διαπραγμάτευση κυριαρχικών της δικαιωμάτων στο Αιγαίο και τη Θράκη. Γιατί αυτό μοιάζει πλέον το ζητούμενο, στη φάση αυτή, της ‘Αγκυρας.

Η κρίση ως ευκαιρία

Οι κρίσεις είναι και ευκαιρίες. Για την Αθήνα είναι η μεγάλη ευκαιρία να συνειδητοποιήσει ότι βαδίζει στην τελική καταστροφή του ελληνικού κράτους – έθνους, αν εξακολουθήσει να αποδέχεται αδιαμαρτύρητα τον ρόλο «δυτικού προτεκτοράτου», κατά την έκφραση ενός αρθρογράφου των Financial Times, αν δεν «επανεθνικοποιήσει» δηλαδή το ελληνικό κράτος και δεν αναθεωρήσει εκ βάθρων την εξωτερική και αμυντική της πολιτική. Δύσκολα θα μου πείτε αυτά έως αδύνατα. Θα συμφωνήσω μαζί σας. Αν όμως δεν γίνουν θα συμβούν ακόμα δυσκολότερα και νέες τραγωδίες θα επιπέσουν επί των κεφαλών του ελληνικού λαού.

Δεν εννοούμε ότι πρέπει αύριο το πρωί η Αθήνα να διακόψει τις σχέσεις της με τους σημερινούς «Προστάτες» της. Τουλάχιστο όμως ας τους ζητήσει να παράσχουν έμπρακτη προστασία…

Δεν είναι δυνατόν ο Αμερικανός Πρέσβης να επισκέπτεται το Πεντάγωνο μέρα παρά μέρα, όπως πληροφορούμεθα, και να γίνονται αυτά που γίνονται…

Ούτε είναι δυνατόν να εκφράζουμε ευαρέσκεια για φραστικές αμερικανικές εκδηλώσεις επικρίσεων της Τουρκίας, όταν συνδυάζονται, όπως μας λένε καλά πληροφορημένες πηγές, από πιέσεις στο θέμα των Rafale, που έχουν έως τώρα εμποδίσει την άφιξη μεταχειρισμένων αεροσκαφών, που θα έπρεπε να είναι ήδη εδώ.

Πίεση για Αιγαίο, αποστρατιωτικοποίηση, Θράκη

Υπάρχουν δύο εξαιρετικά μεγάλοι και σοβαροί  κίνδυνοι στην παρούσα κρίση όπως εξελίσσεται, εξαιτίας των ιδιοτήτων της ελληνικής ελίτ και του πολιτικού συστήματος και της τρομερής και τρομερά επικίνδυνης εξάρτησης της χώρας, και όλου του συγκροτήματος εξουσίας, από ξένα κέντρα αποφάσεων.

Ο ένας κίνδυνος είναι η ελίτ, μεγάλο μέρος της οποίας θέλει (και συχνά το λέει) να διαπραγματευθεί τις απαράδεκτες εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις της Τουρκίας, να επικαλεσθεί τον δικαιολογημένο φόβο του πολέμου για να περάσει την πολιτική της, όπως έκανε στα ‘Ίμια ο Σημίτης με το περίφημο δίλημμά του «Πόλεμος ή Ειρήνη». Ήδη ακούγονται τέτοιες φωνές στο άρχον συγκρότημα εξουσίας, δημοσιεύονται και σχετικά άρθρα, γεγονός που εξ αντικειμένου ενισχύει την αποφασιστικότητα και τις απαιτήσεις του Ερντογάν.

Υποθέτουμε ότι ο Τούρκος Πρόεδρος κρίνει με παραδοσιακό τρόπο τα πράγματα, θεωρώντας ότι η ελληνική αδυναμία και οι σοβαρές ενδείξεις διαθέσεων υποχώρησης, του δίνει πλεονέκτημα. Δεν συνειδητοποιεί δηλαδή τον κίνδυνο και για την Τουρκία, η αδυναμία της Ελλάδας να την μετατρέψει σε αντικειμενικό «πράκτορα του χάους», όπως συνέβη ήδη επί κυβερνήσεως Γιώργου Παπανδρέου, όταν η χώρα μετεβλήθη σε πειραματόζωο για τρόπους αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, κατάλυσης κρατών και κατάργησης εθνών.

Αν ελληνική κυβέρνηση προχωρήσει σε διαπραγμάτευση (ή παραπομπή στη Χάγη) θεμάτων εδαφικής κυριαρχίας σε νησιά, αποστρατιωτικοποίησης νησιών, εναερίου χώρου ή Θράκης, η κυβέρνηση αυτή θα πέσει και η χώρα θα οδηγηθεί σε χαώδη αποσταθεροποίηση, με μεγάλη πιθανότητα οι δυνάμεις που θα έρθουν στην εξουσία σε παρόμοιες συνθήκες να οδηγήσουν τελικά σε πολεμική σύγκρουση.

Είδαμε τι έγινε στα νησιά με τα hot spots. Είναι δυνατό να συζητάμε σοβαρά να συγκατατεθεί αύριο η Αθήνα να αποφασίσει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αν καλώς ανήκουν οι Οινούσες στην Ελλάδα, αν καλώς διατηρούμε στρατό στη Χίο ή αν έχει η Αθήνα δικαίωμα να ρυθμίζει τα του καθεστώτος της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη;  Ας συνέλθουμε όλοι πριν είναι αργά.

Ο κίνδυνος στρατιωτικοποίησης της κρίσης

Εξίσου σημαντικός είναι και ο κίνδυνος από ενδεχόμενη στρατιωτικοποίηση της κρίσης. Αν η ελληνική κυβέρνηση προχωρήσει, για παράδειγμα, όπως προτείνεται ή εξυπονοείται, εμμέσως πλην σαφώς, από διάφορες πλευρές, με περισσή επιπολαιότητα και ανευθυνότητα, σε βύθιση του τουρκικού ερευνητικού σκάφους σε διεθνή ύδατα, όπως είναι η θάλασσα σε απόσταση μεγαλύτερη των έξη μιλίων από τις ελληνικές ακτές, κατ’ ελάχιστον η Ελλάδα θα βρεθεί από κατήγορος κατηγορούμενη για βαριά παραβίαση του διεθνούς δικαίου. (Δεν είμαστε ειδικοί και δεν έχουμε εμπιστοσύνη στους «ειδικούς» των μέσων, αγνοούμε επομένως αν υπάρχει τεχνικά τρόπος παρεμπόδισης του πλου χωρίς ανάληψη ένοπλης πρωτοβουλίας. Εικάζουμε ότι αν υπήρχε θα είχε εφαρμοσθεί).

Η Κύπρος και η Ελλάδα, ακριβώς για να αμυνθούν από την Τουρκία, εγκαινίασαν προ δεκαετιών μια πολύπλευρη εξωτερική πολιτική. Την πολιτική αυτή την  έχουν προ πολλού εγκαταλείψει, την έχει όμως υιοθετήσει και ασκεί με μεγάλη επιτυχία ο Ερντογάν, γι’ αυτό και έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα (οι Ρώσοι τον ειδοποίησαν για το πραξικόπημα του 2016). Ως αποτέλεσμα αυτών των επιλογών η Ελλάδα είναι σήμερα περισσότερο απομονωμένη από ποτέ άλλοτε στην ιστορία της. Δεν διατηρεί ουσιαστικό πολιτικό διάλογο (και φοβόμαστε ότι έχει και ελάχιστα να πει) με τη Μόσχα, με το Πεκίνο, με την Τεχεράνη, με τη Δαμασκό, με τους Παλαιστίνιους, δυνάμεις περιμετρικές της Τουρκίας, οι οποίες μας στήριξαν στο παρελθόν έναντι της ‘Αγκυρας. ‘Ολοι αυτοί έχουν σήμερα καλύτερες σχέσεις με την Τουρκία, ή τουλάχιστον την υπολογίζουν περισσότερο από ότι εμάς. Ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, στις οποίες παραχωρήσαμε όλη τη χώρα ως απέραντη στρατιωτική βάση και το δικαίωμα εποπτείας της όλης εξωτερικής – αμυντικής μας πολιτικής, έχει πολύ θερμή σχέση με τον Τούρκο Πρόεδρο.

Οι περισσότερες δυνάμεις διεθνώς, μικρές ή μεγάλες, δεν έχουν σήμερα καμμία διάθεση συμπαράστασης προς την Αθήνα (και τη Λευκωσία). Αν πάμε και κάνουμε πράγματα που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το διεθνές δίκαιο, όπως η βύθιση σκάφους σε διεθνή χωρικά ύδατα, τότε θα μας εγκαταλείψουν ανοιχτά και μπορεί να πάρουν και το μέρος της ‘Αγκυρας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η διπλωματική και διεθνοπολιτική κατάσταση της χώρας θα επιδεινωθεί καίρια.

Θα αυξηθούν έτσι οι πιθανότητες να συρθεί η Ελλάδα κακήν κακώς και υπό δυσμενέστατους όρους σε διαπραγμάτευση. Κατά μέγιστο θα προκληθεί καταστροφική για αμφότερες τις χώρες και την Κύπρο ελληνοτουρκική σύρραξη. Η λογική και το εθνικό συμφέρον απαιτούν η Αθήνα να κάνει ότι μπορεί για να περιορισθεί η κλιμάκωση στο ευνοϊκό για την Ελλάδα διπλωματικό και διεθνο-πολιτικό και να μην περάσει στο στρατιωτικό πεδίο.

Διαθέτουμε επαρκή μέσα για να αμυνθούμε από την Τουρκία και να της προκαλέσουμε απαράδεκτο κόστος αν μας επιτεθεί. Πρέπει ανεπιφύλακτα να το κάνουμε εάν απειλήσει εμπράκτως (και διαπιστωμένα από μας τους ίδιους και όχι από τρίτους) την εδαφική μας ακεραιότητα ή την ασφάλεια των Ελληνοκυπρίων με προέλαση νοτίως της γραμμής εκεχειρίας στην Κύπρο, καταφεύγοντας, αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος και ως ύστατο μέσο, ακόμα και καταφεύγοντας σε γενικό πόλεμο. Πρέπει βεβαίως να είμαστε έτοιμοι για όλα αυτά, να φέρουμε δηλαδή το κράτος μας σε κατάσταση που να μπορεί να τα κάνει.

Δεν διαθέτουμε όμως τα μέσα για να συντρίψουμε την Τουρκία και στρατιωτικά και μάλιστα χωρίς να καταστραφούμε και εμείς. ‘Ενας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα καταστρέψει πιθανότατα και τις δύο χώρες.

Δεν είναι η Αθήνα πιο ικανή και πιο έξυπνη από την Κίνα, ο Πρόεδρος της οποίας, αντιμέτωπος με πολύ προκλητικές, κατά το Πεκίνο, αμερικανικές στρατιωτικές δραστηριότητες, έδωσε εντολή στις ένοπλες δυνάμεις του «μην χτυπήσετε πρώτοι».

Ούτε είναι πιο ικανή και πιο έξυπνη από τον Πρόεδρο Πούτιν της Ρωσίας (στρατιωτικής υπερδύναμης) που, όταν η Τουρκία κατέρριψε ρωσικό αεροσκάφος, δεν διέταξε την κατάρριψη τουρκικού για αντίποινα. Λέγεται ότι έδωσε πυραύλους στους Κούρδους να ρίξουν εκείνοι τουρκικά ελικόπτερα, ενώ εφήρμοσε σειρά μέτρων μεγάλου κόστους εις βάρος της ‘Αγκυρας. Φρόντισε παράλληλα να ανοίξει άτυπο, ανεπίσημο δίαυλο επικοινωνίας με την ‘Αγκυρα, μέσω του οποίου δόθηκε μια σχετικά ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα. Αντί Ρωσία και Τουρκία να πάνε σε πόλεμο, όπως πιθανώς ήθελαν όσοι ενθάρρυναν παρασκηνιακά την ‘Αγκυρα, επανήλθαν σε καθεστώς προσέγγισης, έστω κι αν, αναπόφευκτα, παραμένει ασταθές και εύθραυστο.

Αν πιστέψουμε μάλιστα ορισμένα διεθνή μέσα ενημέρωσης, η Μόσχα απήντησε ήδη στην τουρκική επιθετικότητα στον Καύκασο, επικαλούμενη παραβίαση εκεχειρίας στη Συρία και βομβαρδίζοντας στρατόπεδο εκπαίδευσης τζιχαντιστών στο Ιντλίμπ.

‘Όταν συζητάμε σενάρια στρατιωτικών απαντήσεων στην κρίση, καλό είναι να θυμόμαστε την σημερινή κατάσταση της Ελλάδας και τις τραγικές συνέπειες που είχαν πάντα στην ελληνική ιστορία οι άνευ σχεδίου και με παρότρυνση ξένων λεονταρισμοί (1897, Μικρασιατική Εκστρατεία, Κοφίνου, πραξικόπημα Ιωαννίδη, ταχεία στρατιωτικοποίηση της κρίσης στα ‘Ιμια). Καλό είναι επίσης να θυμόμαστε και τον πολύ μεγάλο βαθμό εξάρτησης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, των όπλων και των πληροφοριών τους από τις ΗΠΑ, εξάρτηση που καθιστά σε πολύ μεγάλο βαθμό την Ουάσιγκτων διαιτητή της όποιας στρατιωτικής δράσης. Το διαπιστώσαμε το 1974, όταν οι ΗΠΑ απέτρεψαν τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις από του να εμποδίσουν την τουρκική απόβαση στην Κύπρο και εν συνεχεία διέκοψαν την παροχή ανταλλακτικών στην Πολεμική Αεροπορία, αλλά και το 1996, με τα ‘Ιμια, όταν «τυφλώθηκαν» για «τεχνικούς λόγους» η ελληνική και η τουρκική αεροπορία. Το διαπιστώσαμε με τη μη συντήρηση των ελληνικών Μιράζ και S300, και τώρα, με την μη άφιξη των Ραφάλ.

Η διατήρηση αβεβαιότητας για τις ελληνικές προθέσεις θα μπορούσε να είναι σκόπιμη, μόνο όμως αν το ελληνικό σύστημα είναι εντελώς πειθαρχημένο και ξέρει τι του γίνεται. Ζούμε στην Ελλάδα και έχουμε και για τα δύο σοβαρές αμφιβολίες.

Διάφοροι φίλοι υποστηρίζουν καλόπιστα την ιδέα να καταγγείλουμε τη συμφωνία της Μαδρίτης και να επεκτείνουμε τα χωρικά ύδατα στα 12 μίλια στην περιοχή του Καστελόριζου, αγνοώντας το τουρκικό casus belli και στη συνέχεια να συλλάβουμε ή να βυθίσουμε το ‘Ορους Ρέιτς. Θα μπορούσαμε σε διαφορετικές συνθήκες να εξετάσουμε τέτοια ιδέα. Δεν την εξετάζουμε στην κατάσταση που είναι η χώρα, με τον βαθμό αποτελεσματικότητας και εξάρτησης του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού και πολιτικού προσωπικού, όταν δεν ξέρουμε τι θα κάνουν τα όπλα μας, χωρίς συμμάχους στην πραγματικότητα και όταν υπάρχουν πιθανότατα διεθνείς δυνάμεις που θα ήθελαν να λύσουν τα προβλήματά τους με τον Ερντογάν μέσω ελληνοτουρκικής σύρραξης.

Χρειάζεται επομένως σκληρό διπλωματικό κατενάτσιο και ταυτόχρονη κατάρτιση προγράμματος μέτρων κατά της Τουρκίας, που πρέπει, όσο συνεχίζει αυτές τις πολιτικές να βρίσκει απέναντί της την Ελλάδα σε όλα τα θέματα και σε όλα τα μέτωπα. Απαιτείται όμως και σταδιακή αναθεώρηση και «επανεθνικοποίηση» της εξωτερικής και αμυντικής μας πολιτικής και να αρχίσει η επιστροφή στην πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, άνευ της οποίας η χώρα δεν μπορεί να αμυνθεί και δεν θα επιβιώσει στο τέλος.

Οι «σύμμαχοι» και «εταίροι»

Η κυβέρνηση μοιάζει τώρα πολύ ευτυχής με την έκδοση, για πρώτη φορά, επικριτικής για τις τουρκικές ενέργειες δήλωσης του Στέιτ Ντηπάρτμεντ. Εμείς, στη θέση της, μπορεί και να ανησυχούσαμε. Και το 1974 οι ΗΠΑ καταδίκαζαν με δηλώσεις τους και το πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή, που είχαν οργανώσει οι ίδιες. Σημασία έχει τι κάνουν στην πράξη, όχι τι λένε στα λόγια και δημοσίως. Ακόμα κι ένα παιδί καταλαβαίνει ότι η Ουάσιγκτων δεν έχει έως τώρα χρησιμοποιήσει ούτε το ένα εκατοστό των μέσων που έχει για να αποτρέψει την τουρκική επιθετικότητα εις βάρος μας.

Εμείς θα θέλαμε πολύ να δεχτούμε την ειλικρίνεια των αμερικανικών δηλώσεων, κάποιος όμως πρέπει να μας εξηγήσει γιατί ο κ. Τραμπ είπε στον κ. Μητσοτάκη ότι οι κρίσεις είναι ωφέλιμες και ότι μπορεί η Τουρκία να κερδίσει σε σύγκρουση. Γιατί το Foreign Affairs άναψε «κόκκινο» στην Τουρκία για την περιοχή νοτίως της Κρήτης, δηλαδή της άναψε πράσινο για την περιοχή νοτίως και νοτιοανατολικά, περιλαμβανομένων των Δωδεκανήσων;

Θυμίζουμε ότι όλοι οι ελληνοτουρκικοί πόλεμοι δεν σχεδιάστηκαν στην Αθήνα ή την ‘Αγκυρα, εκτελέστηκαν όμως από την Αθήνα και την ‘Αγκυρα. Σημειώνουμε ότι ουδέποτε στην ιστορία της η Τουρκία δεν ενήργησε τόσο επιθετικά όσο σήμερα στο εξωτερικό, χωρίς διεθνή παρασκηνιακή ενθάρρυνση. Υπενθυμίζουμε επίσης ότι η Τουρκία συνεργάζεται με τους Αμερικανούς εναντίον των Ρώσων στη Συρία και τη Λιβύη, με τους Αμερικανούς και τους Ισραηλινούς εναντίον των Αρμενίων στο Καραμπάχ και της Χεζμπολά στη Συρία.

Η νέα αναζωπύρωση των ελληνοτουρκικών συμπίπτει εξάλλου με την ταυτόχρονη έκρηξη σειράς άλλων κρίσεων (Λευκορωσία, γερμανο-ρωσικές και γερμανο-αμερικανικές σχέσεις, Καύκασος, Κιργιζστάν, Λίβανος, Ιράκ κλπ.). Είναι όλες αυτές οι ταυτόχρονες κρίσεις συμπτωματικές ή προϊόν «πυρομανούς» στρατηγικής των δυνάμεων του Χάους; Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, αλλά θα είμαστε άφρονες αν αποκλείαμε προκαταβολικά την πιθανότητα να υπάρχουν διεθνή κέντρα που ενθαρρύνουν παρασκηνιακά τον Ερντογάν σε «υπερεπέκταση» και εμάς σε «υπεραντίδραση», ώστε να φάει τελικά τα μούτρα του, αφού προηγουμένως επιτευχθούν και διάφοροι άλλοι στόχοι. Συνέβη αυτό ήδη μία φορά, το 2015, όταν διεθνείς δυνάμεις έσπρωξαν πιθανότατα την Τουρκία στην κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους στη Συρία.

Η δική μας δουλειά είναι να υπερασπιστούμε την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία της χώρας μας και την ασφάλεια των Ελληνοκυπρίων από τυχόν προέλαση νοτίως της γραμμής εκεχειρίας του 1974. Δεν είναι ασφαλώς να παίξουμε τον ρόλο «χρήσιμου ηλίθιου» για επιδιώξεις τρίτων.

Η Αθήνα οφείλει άμεσα να ζητήσει την επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας όχι μόνο από την ΕΕ, αλλά επίσης από τις ΗΠΑ. Πρέπει ομοίως να ζητήσει και την έμπρακτη συνδρομή του Ισραήλ στην επιδίωξη αυτή, δεδομένης της κολοσσιαίας επιρροής του και στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και στην ΕΕ. Στο κάτω-κάτω, στον άξονα ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – Ισραήλ παραχωρήσαμε την τελευταία δεκαετία την εξωτερική και αμυντική μας πολιτική. Με αυτούς υποτίθεται ότι συμμαχήσαμε. Αυτωνών τις ιδέες στην ανατολική Μεσόγειο εφαρμόσαμε (γεωτρήσεις Κύπρου, EastMed), που αναπόφευκτα και προβλέψιμα θα προκαλούσαν τις αντιδράσεις της Τουρκίας. Σε αυτούς παραχωρήσαμε όλη τη χώρα για στρατιωτική βάση, αναλαμβάνοντας όλους τους σχετικούς κινδύνους και εκχωρώντας πολύτιμο γεωπολιτικό κεφάλαιο. Για χάρη τους καταστρέψαμε τις σχέσεις μας με τη Ρωσία και κάθε εναλλακτικό πόλο ισχύος στο διεθνές σύστημα. Τώρα μάλιστα μας ζητάνε να σταματήσουμε και κάθε σχέση με την Κίνα, ώστε να μείνουμε πλήρως στο έλεός τους. Γιατί τα κάναμε όλα αυτά; Για να μας αφήσουν μόνους μας σε περίπτωση αντιπαράθεσης με την ‘Αγκυρα, όπως δήλωσαν ο πρώην και ο νυν Υπουργός ‘Αμυνας;

Αυτό δεν μοιάζει με εξωτερική πολιτική. Μάλλον με αυτοκτονία κράτους μοιάζει!

Πρέπει να τεθούν αυτά τα ζητήματα στους υποτιθέμενους «εταίρους» και «συμμάχους» για να διαπιστώσουμε αν υπάρχουν τέλος πάντων αυτές οι συμμαχίες και, αν δεν υπάρχουν, τότε να επανεθνικοποιήσουμε την εξωτερική και αμυντική μας πολιτική και το κράτος μας. Και μόνο άλλωστε που θα αρχίσουν να σκέφτονται, όχι να λένε ή να κάνουν, οι πολιτικοί μας εναλλακτικές πολιτικές, οι «προστάτες» θα το πληροφορηθούν αμέσως και θα αρχίσουν να τους παίρνουν πολύ πιο σοβαρά από όσο τους υπολογίζουν σήμερα.

Κενό στρατηγικής

Καλό είναι, όταν μια χώρα μπαίνει σε μια τέτοια κρίση να ξέρει τις της γίνεται, τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει και τι θέλει η ίδια. Εννοείται ότι η υπεράσπιση της κυριαρχίας οφείλει να είναι η εκ των ουκ άνευ, κεντρική επιδίωξη, αλλά αυτό δεν συνιστά από μόνο του και στρατηγική.

Ανοίξαμε το θέμα των υδρογονανθράκων στην Αν. Μεσόγειο χωρίς καμία προετοιμασία, χωρίς μελέτη των συνεπειών, χωρίς επαρκείς συμμαχίες και χωρίς στρατηγική. Δεν γνωρίζουμε καν αν υπάρχουν και αν είναι αξιοποιήσιμοι αυτοί οι υδρογονάνθρακες (που είναι άλλωστε υποθηκευμένοι στους Πιστωτές από το πρώτο μνημόνιο) και για την επωφελή εκμετάλλευση των οποίων δεν διαθέτει καμία σχετική υποδομή η Ελλάδα και η Κύπρος (αντίθετα με τη Νορβηγία και την Τουρκία). Οι υδρογονάνθρακες είναι υποθηκευμένοι στους πιστωτές από το πρώτο μνημόνιο και δεν βλέπουμε σοβαρή πιθανότητα να ωφεληθεί σημαντικά ο ελληνικός λαός. Υποτίθεται ότι θέλουμε να εκμεταλλευθούμε υδρογονάνθρακες και έχουμε διαλύσει και αυτή την υποτυπώδη δομή εκμετάλλευσης που διαθέταμε. Δεν έχουμε δικό μας ερευνητικό σκάφος να στείλουμε στην διαφιλονικούμενη περιοχή σε απάντηση της Τουρκίας, αλλά πρέπει να κινητοποιούμε τον στόλο μας. Ο αγωγός EastMed δεν φαίνεται πραγματοποιήσιμος.

Ανοίξαμε το θέμα υδρογονανθράκων αδιαφορώντας για το ότι, εκ των πραγμάτων θα οδηγούσε, αν όχι σε παρατεταμένη κρίση και ίσως πολεμική αναμέτρηση, τουλάχιστο στην επαναφορά όλων των τουρκικών διεκδικήσεων, που παρέλαβε ο Ερντογάν από τους προκατόχους του, αλλά τελούσαν σε καθεστώς ύπνωσης για πολλά χρόνια. Αγνοώντας επίσης ότι θα οδηγούσε προβλέψιμα σε κατακόρυφη αύξηση της πίεσης για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με την Τουρκία, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει σε πολύ καλύτερες εποχές, όχι στη σημερινή περίοδο μεγάλης εθνικής αδυναμίας και πολύ επιβαρυμένου συσχετισμού δυνάμεων με τη γείτονα. Αυξήσαμε επίσης την πίεση για λύση του κυπριακού, σε μια στιγμή που το μόνο σχέδιο επίλυσης είναι η διάλυση του κυπριακού κράτους με μια παραλλαγή του σχεδίου Ανάν.

Ούτε η Ελλάδα, ούτε η Τουρκία έχουν στην πραγματικότητα τη δυνατότητα να επικρατήσουν στη σύγκρουση για τους πόρους και το στάτους της Ανατολικής Μεσογείου. Αν δεν ελέγξουν αυτή τη σύγκρουση θα κινδυνεύσουν να καταστραφούν αμφότερες.

Για να γίνει εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην περιοχή μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας πρέπει να συμφωνήσουν τα κράτη που έχουν δικαιώματα.

Αν η συμφωνία αυτή δεν είναι δυνατή, τότε η μακράν προτιμότερη λύση είναι να μείνουν τα αποθέματα εκεί που βρίσκονται και οι αγωγοί στα χαρτιά (όπου και ούτως ή άλλως θα καταλήξουν), προτού η φωτιά του πολέμου καταπιεί την Ανατολική Μεσόγειο.

Φυσικά δεν εξαρτάται μόνο από μας τι θα γίνει τελικά. Οφείλουμε όμως εμείς να γνωρίζουμε τουλάχιστο τι θέλουμε και τι μας συμφέρει να γίνει, αντί να κάνουμε ότι μας λένε να κάνουμε.