Από τα Ίμια στο Καστελλόριζο. Τι σημαίνει ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου

Υποστηρίξαμε σε προηγούμενα άρθρα μας ότι μια γενική σύρραξη Ελλάδας – Τουρκίας δεν θα έχει νικητές, θα έχει μόνο ηττημένους και θα οδηγήσει πιθανώς στην καταστροφή και των τριών κρατών που θα εμπλακούν (Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία), με τη μορφή που τα γνωρίσαμε στην ιστορία, κάτι που μπορεί να εξυπηρετεί τη στρατηγική ακραίων εξτρεμιστικών κύκλων του παγκόσμιου συστήματος.

Αρκετοί φίλοι επικοινώνησαν ζητώντας διευκρινίσεις για τη σκέψη αυτή, γι’ αυτό θέλουμε να την εξηγήσουμε πιο αναλυτικά. Διαπιστώσαμε επίσης ότι στοιχειώνει τους πάντες η ανάμνηση των Ιμίων, κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια. Το μόνο που δεν μπορεί να συμβεί τώρα είναι μια κρίση τύπου Ιμίων ή «αντι-Ιμίων».

Μερικοί μάλιστα από τους φίλους εξέφρασαν πολύ μεγάλη (και για μένα πολύ ανησυχητική) προκαταβολική υπεραισιοδοξία για την έκβαση μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης, υποστηρίζοντας ότι έχουμε τη δυνατότητα να εξασφαλίσουμε, σε κάθε περίπτωση, τακτική υπεροχή. Τακτική υπεροχή όμως, και μάλιστα συντριπτική, είχαν και οι Γιαπωνέζοι στο Περλ Χάρμπορ. Δεν κερδίζονται οι πόλεμοι με τακτική, κερδίζονται με στρατηγική υπεροχή και η στρατηγική υπεροχή είναι κάτι πολύ ευρύτερο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση που μας ενδιαφέρει, δεν μπορεί καμία από τις δύο χώρες να κερδίσει στρατιωτικά την άλλη, ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, το κόστος μιας «νίκης» θα είναι κατά πολύ υπέρτερο του οποιουδήποτε κέρδους.

Δεν έχει τώρα πολύ νόημα να αρχίσουμε να μετράμε πόσα αεροπλάνα, φρεγάτες, υποβρύχια και drones διαθέτει κάθε χώρα. ‘Όχι ότι αυτά δεν είναι σημαντικά. Αλλά ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μια από τις δύο χώρες καταφέρνει, με κάποιο τρόπο, να εξουδετερώσει το μεγαλύτερο μέρος της αεροπορίας και του στόλου του αντιπάλου, κάτι εξαιρετικά απίθανο, θα μείνουν στην άλλη πλευρά αρκετά μέσα καταστροφικής ανταπόδοσης και τα κίνητρα να την επιχειρήσει.

Καμιά άμυνα δεν είναι αδιαπέραστη. Δεν χρειάζεται να την περάσει όλη η αεροπορία, όλοι οι πύραυλοι, όλα τα drones, όλα τα οπλικά συστήματα των δύο αντιπάλων. Μερικά να περάσουν – και θα περάσουν μερικά οπωσδήποτε – έχουν επαρκή καταστροφική ισχύ για να πλήξουν τις υποδομές των δύο κρατών, τα διυλιστήρια, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τις γέφυρες, τις τηλεπικοινωνίες, την ενέργεια και άλλες πολύ ζωτικές για την επιβίωση εκατομμυρίων πολιτών των δύο κρατών. Πόσο μάλλον που οι υποδομές αυτές βρίσκονται σε τέσσερα υδροκεφαλικά αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη). Εκεί ζουν πολλά εκατομμύρια ανθρώπων, πολύ περισσότερο εξαρτημένα από τις υποδομές αυτές από ότι ήταν το 1921 ή το 1941 για να επιβιώσουν. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε ότι από μια τέτοια αναμέτρηση θα υπάρξουν μόνο ηττημένοι.

Σημειωτέον ότι δεν περιλάβαμε τις απολύτως καταστροφικές οικονομικές συνέπειες μιας αναμέτρησης, που τις καταλαβαίνει άλλωστε και μικρό παιδί. Οι δύο χώρες αντιμετωπίζουν βαθύτατη οικονομική κρίση και σοβαρή υγειονομική. Ακόμα και χωρίς πολεμική αναμέτρηση, μόνο με παρατεταμένη κρίση, περαιτέρω εξοπλιστικοί ανταγωνισμοί και η ζημιά της τουριστικής βιομηχανίας τους, επαρκούν και χωρίς πόλεμο να τις καταστρέψουν.

Δεν περιλάβαμε επίσης την πιθανότατη περαιτέρω σημαντική απομείωση του όποιου περιθωρίου ανεξάρτητης πολιτικής των δύο κρατών.

Δεν θα παρέμβουν οι Αμερικανοί;

Η κλιμάκωση είναι ευκολότερο να συμβεί διότι καμιά από τις δύο πλευρές δεν έχει τα πολιτικά περιθώρια να υποχωρήσει. Αν υποχωρήσει θα ανατραπεί ή θα θέσει εκτός ελέγχου της τις ένοπλες δυνάμεις της. Η πολύ διαδεδομένη πεποίθηση ότι θα παρέμβουν η Αμερική και το ΝΑΤΟ και θα σταματήσουν τη σύρραξη είναι μια μεταφυσική θεολογική πίστη, που στηρίζεται στην εμπειρία του παρελθόντος, δηλαδή σε τελείως διαφορετικές τοπικές και παγκόσμιες συνθήκες. Προσφεύγουμε συνήθως σε αυτή δια λόγους ανακουφιστικής παρηγορίας, γιατί η χώρα δεν έχει τους ανθρώπους και τους μηχανισμούς για να αναλύσει τις περιφερειακές και διεθνείς συνθήκες και γιατί διαθέτει αμερικανόπληκτη ελίτ.

Στο παρελθόν και τα δύο κράτη ήταν ασφυκτικά ελεγχόμενα από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα με την Τουρκία. Και η Δύση ήταν ενωμένη, δεν γινόταν εμφύλιος στην ηγεσία της.

Εν πάσει περιπτώσει δεν μπορεί κανείς να σχεδιάζει αναμέτρηση υπολογίζοντας εκ των προτέρων ότι θα σταματήσει και δεν θα γενικευθεί. Πόσο μάλλον που μια οποιαδήποτε «παρέμβαση» μπορεί να συνοδεύεται από επαχθείς όρους. Πρέπει να πάρει υπόψιν του όλα τα ενδεχόμενα.

Τo casus belli

Δεν μπορεί δυστυχώς μια χώρα όπως η Ελλάδα να αποποιηθεί εντελώς από το εργαλείο της απειλής γενικού πολέμου (που πρέπει βέβαια να παραμένει υπό αυστηρό εθνικό έλεγχο, όχι να επηρεάζεται η χρήση του από φορείς ξένων επιρροών στο ελληνικό κρατικό σύστημα). Πρέπει όμως να προσδιορίσει με σαφήνεια και προς τον εαυτό της και προς την Τουρκία και προς όλους πότε επιφυλάσσει στον εαυτό της το δικαίωμα να το χρησιμοποιήσει χωρίς δισταγμό, κι αυτή η περίπτωση είναι, κατά τη γνώμη μας, όταν απειληθεί εμπράκτως (όχι όταν νομίσει ότι θα απειληθεί) η εδαφική της ακεραιότητα ή οι Έλληνες της Κύπρου, με προέλαση νοτίως της γραμμής εκεχειρίας.

Αυτό δεν σημαίνει ασφαλώς ότι μπορεί να γίνει ανεκτή η οποιαδήποτε άλλη δράση της Τουρκίας, εν προκειμένω η εμφάνιση του σεισμογραφικού πλοίου στα ανοιχτά του Καστελλόριζου ή άλλης νήσου των Δωδεκανήσων, ή το άνοιγμα των Βαρωσίων στην Κύπρο.

Πολεμική και μη πολεμική αποτροπή και ανταπόδοση

Προτού όμως η Ελλάδα φτάσει σε πολεμική εμπλοκή διαθέτει μια πληθώρα πολύ οδυνηρών αποτρεπτικών μέτρων, τόσο προς την ίδια την Τουρκία, όσο και προς τους «συμμάχους» της, τα οποία μπορεί πρώτα να ειδοποιήσει ότι θα τα λάβει και μετά να τα λάβει. Ενδεικτικά αναφέρουμε την απειλή διακοπής της όποιας αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ και της λειτουργίας των βάσεών τους, με παράλληλη αναζήτηση αλλού στηρίγματος, όπως έπραξε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1987, την απειλή και εν συνεχεία επέκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, σε περίπτωση (και μόνο σε περίπτωση) ιδιαίτερα προκλητικών ενεργειών της Άγκυρας, την ενίσχυση των δυνάμεων που πολεμούν κατά της Τουρκίας, την προειδοποίηση προς τη Γερμανία και την ΕΕ ότι η Ελλάδα θα αναγκαστεί, σε περίπτωση κλιμάκωσης της κρίσης να διακόψει την εξυπηρέτηση του χρέους της και να επιτάξει, για λόγους εθνικής ασφαλείας, τις επιχειρήσεις που έχουν περιέλθει υπό ευρωπαϊκό έλεγχο μπιρ παρά, όπως τον ΟΤΕ, τα αεροδρόμια και τα τραίνα, ότι επίσης θα μπλοκάρει κάθε απόφαση της ΕΕ που εξαρτάται από την ψήφο της.

Θα μου πει τώρα κάποιος ότι το ελληνικό πολιτικό προσωπικό δεν μπορεί να τα κάνει αυτά και θα πάθει έμφραγμα ακόμα κι αν τα σκεφτεί. ‘Όμως δεν είναι προτιμότερο να αρχίσει να τα σκέφτεται, και έχει ήδη τραγικά καθυστερήσει, προτού φτάσει στο πολύ πιο τραγικό δίλημμα «πόλεμος ή συνθηκολόγηση»;

Είπαμε να μας «ρίχνουν» από καιρό σε καιρό οι διαβόητοι, δήθεν «σύμμαχοι» υπέρ της Τουρκίας. Αλλά μόνο ανόητοι μπορούν να πιστέψουν ότι η Άγκυρα θα στείλει σκάφος έξω από το Καστελλόριζο, αν η Αμερική, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα στη διάθεσή τους για να την αποτρέψουν, διασώζοντας και την ειρήνη. Αν δεν το κάνουν, τότε πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν υφίστανται πλέον οι συμμαχίες και ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιούν ελεύθερα, όπως συμβαίνει σήμερα, το έδαφος, τις θαλάσσιες ζώνες και τον εναέριο χώρο Ελλάδας και Κύπρου. Αυτή η παρατήρηση αφορά και το Ισραήλ, το οποίο έχει σήμερα καθοριστική επιρροή στην πολιτική του Προέδρου Τραμπ.

Δεν είναι βλαξ ο Πούτιν που δεν απήντησε με καταρρίψεις τουρκικών αεροσκαφών στην κατάρριψη του δικού του από τους Τούρκους, ούτε ο Σι που έδωσε πρόσφατα εντολή στις ένοπλες δυνάμεις του «μη χτυπήσετε πρώτοι». Αλλά βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αποτρέπεις και δεν απαντάς. Αυτά όλα βέβαια απαιτούν ένα πολύ συγκροτημένο και μελετημένο κρατικό και πολιτικό σύστημα, αλλά γι’ αυτό το πρόβλημα δεν έχουμε δυστυχώς λύση.

Κάθε πολιτική χρειάζεται και αξιόπιστο «μπαστούνι» και αξιόπιστο «καρότο», πρέπει να τρομάζει τον αντίπαλο με τις συνέπειες της κλιμάκωσης, πρέπει να του αφήνει και περιθώριο αξιοπρεπούς αποκλιμάκωσης. Αντί για τις φλύαρες, ενίοτε και επιζήμιες κυβερνητικές ανακοινώσεις, χρειάζεται άμεσα κατάρτιση καταλόγου αποτρεπτικών μέτρων. Χρειάζεται στεγανοποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από όλους τους ξένους. Χρειάζεται και άμεση επικοινωνία μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Επικοινωνία δεν σημαίνει συνθηκολόγηση, υπήρχε και μεταξύ Ουάσιγκτων και Μόσχας κατά την κρίση της Κούβας. Δεν καταλαβαίνουμε επίσης πως, σε μια τέτοια κατάσταση, η Αθήνα δεν έχει διαύλους επικοινωνίας με δυνάμεις εκτός ΝΑΤΟ, όπως στο παρελθόν. (Ο Ανδρέας Παπανδρέου έστειλε τον Παπούλια στον Ζίφκωφ το 1987 και ο Μακάριος τον Λυσσαρίδη στη Ρωσία το 1964). Τόσο ανέμελα ασφαλής αισθάνεται η παρούσα κυβέρνηση;

Βέβαια, η επικοινωνία είναι χρήσιμη μόνο αν κάποιος έχει κάτι, και κάτι δικό του, όχι εισαγωγής, να «επικοινωνήσει» στους συνομιλητές του. Αλλά αυτό το πρόβλημα δεν μπορούμε να το λύσουμε, ο Θεός να βάλει το χέρι του.

Η παγίδα των Ιμίων

Θα κλείσουμε αυτό το κείμενο με ορισμένες παρατηρήσεις σχετικές με τη σημασία και τα μαθήματα των Ιμίων.

Πολλοί άνθρωποι, συνειδητά ή και ασυνείδητα, σκέπτονται με την κρίση των Ιμίων να βαρύνει στη σκέψη τους. Αυτό είναι πάρα πολύ επικίνδυνο γιατί εγκλωβίζει τη σκέψη, που μπορεί, ασυνείδητα ή όχι, να επιδιώξει να πάρει ρεβάνς για τα ‘Ιμια, χωρίς να συνειδητοποιεί την παγίδα που καραδοκεί. Οι εμπειρίες αυτές είναι οι μόνες που δεν είναι επαναλήψιμες είτε με την ίδια, είτε με την ανάποδη έκβαση. Γι’ αυτό και οι φαντάροι τρέχουν να καλυφθούν σε βομβαρδισμό εκεί που έσκασαν οι οβίδες. Ξέρουν ότι δεν θα ξαναπέσουν εκεί.

Οι στρατηγοί που κερδίζουν πολέμους και ανατρέπουν καταστάσεις δεν είναι αυτοί που εγκλωβίζονται, θετικά ή αρνητικά, στην εμπειρία του παρελθόντος, αλλά αυτοί που αλλάζουν τους κανόνες, κατά μια βασική θέση του Καρλ Φον Κλαούζεβιτς, του μεγαλύτερου θεωρητικού του πολέμου. Κι αυτοί που μελετάνε τους αντιπάλους τους και ξέρουν να τιθασεύουν τα ρεφλέξ τους, ακόμα κι αν είναι ριζωμένα σε μια εθνική συνείδηση αιώνων.

Σημειωτέον ότι αν κάτι ανέδειξε η κρίση των Ιμίων είναι το απειλητικό κενό ιθαγενούς στρατηγικής σκέψης στη χώρα. Από τη μια είχαμε τον Σημίτη, που δικαιολόγησε την συνθηκολόγησή του με την απαράδεκτη συμφωνία Χόλμπρουκ, με το παραπλανητικό δίλημμα «Πόλεμος ή Ειρήνη;»

Από την άλλη όμως έχουμε και εκείνους που αφρόνως στρατιωτικοποίησαν αμέσως την κρίση, αλλά και ήθελαν να χτυπήσει η Ελλάδα γιατί είχε το τακτικό πλεονέκτημα, χωρίς όμως να μπορούν να περιγράψουν τη συνέχεια. Δεν είναι σπουδαίος σκακιστής κάποιος που μπορεί να σκεφτεί μόνο την πρώτη ή τη δεύτερη κίνηση!

Υπήρχαν και τότε πολλές επιλογές μεταξύ της συνθηκολόγησης Σημίτη και του πολέμου. Μεταξύ αυτών και η επιλογή της απειλής επέκτασης των χωρικών υδάτων. Μυαλό δεν υπήρχε και βούληση.

Πάντως σε κάθε περίπτωση δεν συντρέχουν σήμερα οι συνθήκες που καθόρισαν τη μορφή της κρίσης του 1996. Ο κίνδυνος που ίσως υπάρχει είναι, αν το θέλουν ξένες δυνάμεις, να ενθαρρύνουν τους Ελληνες χειριστές στην πεποίθηση ότι μπορεί να πετύχουν αντι-Ίμια.

Διαβάστε επίσης

Πού μας πάνε;